Νισάφι πια
.-
Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!
Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης
νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα
μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».
Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,
ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poe...99%CE%9F%CE%A5
θέλω για μια φορά
να σε κοιτάξω έναν αιώνα
Γιώργος Μπροτάκης
Είναι αξιοπερίεργο το πόσο φευγαλέες
πόσο προσωρινές, πόσο απόλυτα εξαρτημένες
απ' την τύχη, είναι οι πιο βαθιές,
οι πιο υπέροχες εμπειρίες της ψυχής.
Χέρμαν Έσσε
Στρατής Τσίρκας: Η λέσχη
Από τη μέρα που έπαψα τις σχέσεις με τις κομμένες κεφαλές (τις ακούω μόνο μέσα στον ξυπνό εφιάλτη μου) είμαι σαν πελαγωμένος. Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Πασχίζω από κάπου να πιαστώ. Η ζωή μου σκόρπισε σαν τα κεχλιμπάρια που τους κόπηκε η κλωστή. Δεν έχει συνοχή μήτε βάρος. Άλλοτε σκέψεις και πράξεις περπατούσαν μαζί, για τον ίδιο στόχο. Ζούσα γυρισμένος τα μέσα έξω, αυτό ναι, αλλά ήμουν εγώ, σουλουπωμένος άνθρωπος. Από πού ερχόμουν και πού πήγαινα, το ήξερα. Δεν είχα ψευδαιστήσεις. Ήμουν σαν πετραδάκι μέσα σ' ένα μωσαϊκό ‘εν το γίγνεσθαι’. Αυτό μου θυμίζει το λόγο που μου πέταξε μια ‘κομμένη κεφαλή’ όταν σηκώθηκα να φυγω: ‘Από δω και πέρα είσαι ένα σκατωμένο πετραδάκι’. Πού είναι το σωστό; Κι αφού έχω δίκιο, γιατί νιώθω σα...
Τώρα η θετική πλευρά. Ίσως να μην είναι παρά τ' αποτέλεσμα μιας πολυτέλειας, αφού έχω όλον τον καιρό για να σκαλίζω και να βαθαίνω. Πάντως, μένοντας μόνος, ξαναβρήκα τον άνθρωπο· νιώθω πιο ζωντανά τη δυστυχία, τους τρόμους, τις μικρές χαρές του. Καταλαβαίνω καλύτερα τι πάει να πει ξευτελισμός, απελπισία. Τα δικά μου ίσως να μ' ανοίγουνε τα μάτια. Όταν ζεις ομαδικά, θες δε θες, συμμερίζεαι τους ενθουσιασμούς και τις αδιαλλαξίες των συντρόφων σου. Βλέπεις με πολλά μάτια· αλλά δε βλέπεις μάζες, επιφάνειες. Οι αποχρώσεις σου ξεφεύγουν. Λες: ο εχθρός, οι σύμμαχοι... Συγκεκριμένα όμως: Στάσου και σ' έπιασα! Κι οι ‘κομμένες κεφαλές’ η ‘γκιόσα’. Πώς ξοφλάς έτσι, μ' ένα χαρακτηρισμό; Βάλ' το αυτό στην άκρη να το ξεκαθαρίσεις.
Δεν αποκλείεται το πελάγωμά μου να είναι ένα είδος νευρασθένειας, μια συνέπεια της απομόνωσης. Αν βρισκόμουν, έστω και παράνομος, στην Αθήνα, ή στο βουνό με τους αντάρτες, θα πάθαινα το ίδιο; Ή μήπως φταίει το σπίτι με την παράξενη ατμόσφαιρα; Τόσοι άνθρωποι, ναυάγια της καταιγίδας που σαρώνει τον κόσμο, κι αντίς η δυστυχία να τους σμίγει, τους χωρίζει. Λες κι ο καθένας τους φοβάται μην κολλήσει από τον άλλον αρρώστια πιο βαριά απ' αυτή που τον λιώνει. Ένας διάδρομος είναι, κάμαρες από δω, κάμαρες από κει. Οι πόρτες τους μονόφυλλες· όταν είναι ανοιχτές ο γείτονας βλέπει και την πιο κρυφή γωνιά. Τώρα που πιάσαν οι ζέστες τις ανοίγουν συχνά. Κι όμως καθένας τους ζει τυλιγμένος μέσα σ' ένα κύλινδρο μοναξιάς. Όπου πάνε περπατάει μαζί τους. Ο χιτώνας του Νέσσου.
Well, there's egg and bacon; egg sausage and bacon; egg and spam; egg bacon and spam; egg bacon sausage and spam; spam bacon sausage and spam; spam egg spam spam bacon and spam; spam sausage spam spam bacon spam tomato and spam;
μέσα σ'αυτό το δωμάτιο
παρέδωσε το πνεύμα
η ωραία Αθηναία κόρη
ξαπλωμένη στα μεταξωτά χιράμια
-τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα γύρω στην κερένια κεφαλή-
ενώ απ'τ'ανοιχτό παράθυρο
ακούγονταν
οι καμπάνες της Αγια-Σωτήρας
που βάραγαν
τον εσπερινό
ως την επομένη ξημέρωνε
η εορτή
του προφήτη Σαμουήλ
σ'αυτό μέσα το δωμάτιο
συνουσιάστηκαν τα δυο φοβερά τέρατα
κι'ευφραίνονταν
μ'αγκομαχητά κι'άγρια αλυχτίσματα
κι αγριοφωνάρες
λες και βούλγαροι υλοτόμοι
τα βάλανε με θεώρατα ελάτια
ή μάλλον
(καλύτερο)
να εγκρεμιζόντουσαν βουνά
μέσα σε αυτό το δωμάτιο
η γηραιά δέσποινα
πέρασε χρόνια και χρόνια
ανίας:
κουνούσε ανεπαίσθητα τα τρεμάμενα χέρια
προσπαθώντας στο σκοτεινιασμένο
και θολό μυαλό
να ξαναφέρη εικόνας των παλαιών της μεγαλείων
ίσαμε τη μέρα
που με βηματάκια αργά αργά
-την εξεκίνησαν-
για το γηροκομείο
μέσα εδώ εγεννηθήκαν τρία παιδιά
-γόνοι τιμίας και ευυπολήπτου οικογενείας-
που χάθηκαν
-τόπο δεν έπιασε κανένας τους-
ο ένας πήγε στην Αμερική
ο άλλος πεθανε κακήν κακώς-μπεκρής-
κι ο τρίτος
είναι κάπου ακόμη
φαροφύλακας
εδώ-ναι εδώ μέσα:σε τούτο το δωμάτιο
σκότωσε χέρι άτιμο εκείνο
τον παλληκαρά
"να τιμωρήση-λέει-εν τω προσώπω του την αναρχία"
κι έγειρ'η λεύκα και σωριάστηκε χαμαί
και κείνη η μουντή κηλίδα
του πατώματος
κει πέρα στη γωνιά
είναι το αίμα ποτάμι που χυνόταν απ΄την πληγή
και τίποτα ποτέ
δεν είταν δυνατό
να τηνε καθαρίση απ'τα σανίδια
όμως αρκεί ως εδώ'τι πάω να κάμω;
πόσο δε θάτανε κοπιαστικό
ίσως κι αδύνατο
πάντως ατελείωτο
και μάταιο ακόμη κι'ανιαρό
να σημειώσω με κάθε λεπτομέρεια
την ιστορία
την ατελείωτη
αυτού του δωματίου
(άλλοτε έμπαζαν κρεββάτια
άλλοτε τάβγαζαν
άλλοτε κεί ήταν το σκρίνιο
ύστερα η ντουλάπα
έπειτα η κασσέλα
άλλοτε στα παράθυρα είχαν βαρειά παραπετάσματα
άλλοτε τα τζάμια έμεναν γυμνά με μόνα τα παντζούρια
σε κείνη τη γωνιά μια είχανε τα εικονίσματα
άλλες φορές παντού κρέμονταν κάντρα)
να: άνθρωποι κι άνθρωποι περάσανε και φύγανε
κι άλλοι-πολλοί- εδώ μέσα γεννηθήκαν
κι άλλους πάλι εδώ μέσα τους βάλανε στην κάσσα
και τι δεν άκουσαν οι τοίχοι αυτοί
φωνές οδύνης
και φωνές χαράς
είδανε και βαφτίσια
μουγγές απελπισίες
και στεφανώματα
(θα το ξεχνούσα: και πιάνο εδω μέσα αντήχησε παίζοντας
αβρά τη Romance du Mal Aime )
έζησα και γω-ο γράφων-μεσ'σε τούτο το δωμάτιο
χρόνια πολλά-φτωχά- κι ως πάντα
κι εδώ γιομάτος πάθος ασχολήθηκα
με τη ζωγραφική την ποίηση
την γλυπτική
αλλά και τη φιλοσοφία και τον έρωτα
κι έμεινα ώρες καθισμένος
-να καπνίζω-
σε κει δα το παράθυρο
κυττάζοντας
άλλοτε τον ουρανό
και άλλοτε το δρόμο
και τώρα πρέπει-φευ-κι εγώ να φεύγω
-δε αποκλείεται άλλωστε να μου μέλλονται καλύτερα-
πάλι ενοικιάζουν το δωμάτιο
http://www.engonopoulos.gr/_homeEL/poem12.html
http://www.dailymotion.com/video/xfu...yyyyy-3_people
Last edited by Mostos; 02-03-2011 at 23:26.
[...]Μπορεί να ήταν άδικο απ΄ τη μεριά μου να υποβάλλω σε μια τόσο σκληρή φανταστική δοκιμασία τους ανθρώπους με τους οποίους σχετιζόμουν, ενώ το πιο πιθανό ήταν πως θα περνούσαν πλάι μου μια σχετικά ήρεμη ζωή, πέρα απ' το καλό και το κακό, χωρίς να πατήσουν ποτέ στη μεγάλη αίθουσα όπου σηκώνονται τα χέρια. Εντέλει μπορεί να πει κανείς ότι το φέρσιμό μου είχε έναν και μόνο σκοπό: να εξυψώσω τον εαυτό μου, μέσα από μια ηθική αυταρέσκεια, πάνω απ' όλους τους άλλους. Αλλά η κατηγορία της έπαρσης πραγματικά δε θα ήταν δίκαιη˙ βέβαια, εγώ δεν ψήφισα ποτέ για την καταστροφή του οιουδήποτε, μα το 'ξερα πολύ καλά ότι αυτό είναι υποθετικό προσόν, αφού είχα στερηθεί αρκετά νωρίς το δικαίωμα να σηκώνω το χέρι. Για πολύν καιρό μάλιστα προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι, σε ανάλογη περίσταση, τουλάχιστον δε θα ενεργούσα όπως οι άλλοι, αλλά είχα στο τέλος την εντιμότητα να γελάσω με τον εαυτό μου: ώστε εγώ θα ήμουν ο ένας και μοναδικός που δε θα σήκωνε το χέρι; θα ήμουν ο ένας και μοναδικός δίκαιος; αλίμονο, δεν έβρισκα μέσα μου την παραμικρή εγγύηση ότι θα 'μουν εγώ καλύτερος από τους άλλους˙ μόνο που σε τι άλλαζε αυτό τις σχέσεις μου με τους άλλους; Η επίγνωση της δικής μου ευτέλειας δε με συμφιλιώνει καθόλου με την ευτέλεια των ομοίων μου. Αισθάνομαι αηδία για τους ανθρώπους που τρέφουν αδελφικά αισθήματα επειδή βλέπει ο ένας στον άλλο τη δική του ευτέλεια. Τέτοια γλοιώδης αδελφοσύνη να μου λείπει.
Μίλαν Κούντερα - Το αστείο.
Last edited by Weiss; 11-03-2011 at 23:31.
Συνέστησα το ακριβώς αποπάνω ποστ. Καντε κι εσείς το ίδιο!
Άκουσα τον ikonoklast και συνέστησα κι εγώ. Θυμίζει λίγο το "υπόγειο", ή είναι η ιδέα μου;
Well, there's egg and bacon; egg sausage and bacon; egg and spam; egg bacon and spam; egg bacon sausage and spam; spam bacon sausage and spam; spam egg spam spam bacon and spam; spam sausage spam spam bacon spam tomato and spam;
"Save you!" I went on, jumping up from my chair and running up and down the room before her. "Save you from what? But perhaps I am worse than you myself. Why didn't you throw it in my teeth when I was giving you that sermon: 'But what did you come here yourself for? was it to read us a sermon?' Power, power was what I wanted then, sport was what I wanted, I wanted to wring out your tears, your humiliation, your hysteria—that was what I wanted then! Of course, I couldn't keep it up then, because I am a wretched creature, I was frightened, and, the devil knows why, gave you my address in my folly. Afterwards, before I got home, I was cursing and swearing at you because of that address, I hated you already because of the lies I had told you. Because I only like playing with words, only dreaming, but, do you know, what I really want is that you should all go to hell. That is what I want. I want peace; yes, I'd sell the whole world for a farthing, straight off, so long as I was left in peace. Is the world to go to pot, or am I to go without my tea? I say that the world may go to pot for me so long as I always get my tea. Did you know that, or not? Well, anyway, I know that I am a blackguard, a scoundrel, an egoist, a sluggard. Here I have been shuddering for the last three days at the thought of your coming. And do you know what has worried me particularly for these three days? That I posed as such a hero to you, and now you would see me in a wretched torn dressing-gown, beggarly, loathsome. I told you just now that I was not ashamed of my poverty; so you may as well know that I am ashamed of it; I am more ashamed of it than of anything, more afraid of it than of being found out if I were a thief, because I am as vain as though I had been skinned and the very air blowing on me hurt. Surely by now you must realise that I shall never forgive you for having found me in this wretched dressing-gown, just as I was flying at Apollon like a spiteful cur. The saviour, the former hero, was flying like a mangy, unkempt sheep-dog at his lackey, and the lackey was jeering at him! And I shall never forgive you for the tears I could not help shedding before you just now, like some silly woman put to shame! And for what I am confessing to you now, I shall never forgive you either! Yes—you must answer for it all because you turned up like this, because I am a blackguard, because I am the nastiest, stupidest, absurdest and most envious of all the worms on earth, who are not a bit better than I am, but, the devil knows why, are never put to confusion; while I shall always be insulted by every louse, that is my doom! And what is it to me that you don't understand a word of this! And what do I care, what do I care about you, and whether you go to ruin there or not? Do you understand? How I shall hate you now after saying this, for having been here and listening. Why, it's not once in a lifetime a man speaks out like this, and then it is in hysterics! ... What more do you want? Why do you still stand confronting me, after all this? Why are you worrying me? Why don't you go?"
But at this point a strange thing happened. I was so accustomed to think and imagine everything from books, and to picture everything in the world to myself just as I had made it up in my dreams beforehand, that I could not all at once take in this strange circumstance. What happened was this: Liza, insulted and crushed by me, understood a great deal more than I imagined. She understood from all this what a woman understands first of all, if she feels genuine love, that is, that I was myself unhappy.
http://christianbookshelf.org/dostoe...o_my_house.htm
http://books.google.gr/books?id=7fvb...page&q&f=false
http://books.google.com/books?id=zYS...page&q&f=false
Last edited by menumission; 14-03-2011 at 18:42.
[όφτόπι] το παραπάνω κ αλλα πολλα ( κ ισως μεγαλυτερα σε εκταση) τα χω λαβει σε sms.. Μονο αυτο σας λέω !!
(άλλαξα αριθμό κ ησύχασα) [/όφτόπι]
"I am Ubik. Before the universe was, I am. I made the suns. I made the worlds. I created the lives and the places they inhabit; I move them here, I put them there. They go as I say, then do as I tell them. I am the word and my name is never spoken, the name which no one knows. I am called Ubik, but that is not my name. I am. I shall always be."
www.monolith.gr
τι λες ρε ψεύτηSpoiler
Last edited by menumission; 15-03-2011 at 16:48.
http://stresss.deviantart.comσηκωσες λιγο την μπλουζιτσα και υποψιαστηκα οτι εισαι ο φρικ. Σε λιγα δευτερολεπτα ειχα μαθει την τραγικη αληθεια.Δεν ξερω αν προσεξες την απογοητευση στo προσωπο μου..
http://www.myspace.com/posteke
Yesterday 19:29 <menumission> de mporeis na kaneis ignore ton eauto sou sto tsat molis to dokimasa
στο θεωρητικό παρκούρ δίνω οστά και σάρκα,απο εμπόδιο σ΄ εμπόδιο πετάγομαι για πλάκα Άκου τον Φόρη and don't worry
And so when Cora Tull would tell me I was not a true mother, I would think
how words go straight up in a thin, line, quick and harmless, and how terribly
doing goes along the earth, clinging to it, so that after a while the two lines
are too far apart for the same person to straddle from one to the other and that
sin and love and fear are-just sounds that people who never sinned nor loved nor
feared have for what they never had and cannot have until they forget the words.
Like Cora, who could never even cook.
She would tell me what I owed to my children and to Anse and to God. I
gave Anse the children. I did not ask for them. I did not even ask him for what
he could have given me: not-Anse. That was my duty to him, to not ask that, and
that duty I fulfilled. I would be I; I would let him be the shape and echo of
his word. That was more than he asked, because he could not have asked for that
and been Anse, using himself so with a word.
And then he died. He did not know he was dead. I would lie by him in the
dark, hearing the dark land talking of Cod's love and His beauty and His sin;
hearing the dark voicelessness in which the words are the deeds, and the other
words that are not deeds, that are just the gaps in peoples' lacks, coming down
like the cries of the geese out of the wild darkness in the old terrible nights,
fumbling at the deeds like orphans to whom are pointed out in a crowd two faces
and told, That is your father, your mother.
[...]
I hid nothing. I tried to deceive no one. I would not have cared. I merely
took the precautions that he thought necessary for his sake, not for my safety,
but just as I wore clothes in the world's face. And I would think then when Cora
talked to me, of how the high dead words in time seemed to lose even the
significance of their dead sound.
[...]
My father said that the reason for living is getting ready to stay dead. I
knew at last what he meant and that he could not have known what he meant
himself, because a man cannot know anything about cleaning up the house
afterward. And so I have cleaned my house. With Jewel--I lay by the lamp,
holding up my own head, watching him cap and suture it before he breathed--the
wild blood boiled away and the sound of it ceased. Then there was only the milk,
warm and calm, and I lying calm in the slow silence, getting ready to clean my
house.
I gave Anse Dewey Dell to negative Jewel. Then I gave him Vardaman to
replace the child I had robbed him of. And now he has three children that are
his and not mine. And then I could get ready to die.
One day I was talking to Cora. She prayed for me because she believed I was blind to sin, wanting me to kneel and pray too, because people to whom sin is just a matter of words, to them salvation is just words too.
http://www.scribd.com/doc/976219/Wil...As-I-Lay-Dying
Last edited by menumission; 24-03-2011 at 17:36.