"Ο λόγος είναι ένα σύμβολο κι ένα χάρμα που ρουφάει ανθρώπους και τοπία, δέντρα, φυτά, φάμπρικες και πεκινουά σκυλάκια. Τότε το Αντικείμενο γίνεται ο Λόγος και ξανά πάλι το Αντικείμενο, αλλά στημονιασμένο τώρα και υφασμένο πάνω σ' ένα σχέδιο φανταστικό. Ο Λόγος ρουφάει το Δρόμο με τις Φάμπρικες, τον χωνεύει κι έπειτα τον ξερνάει - κι ο Δρόμος τότε παίρνει τη λάμψη της πράσινης στεριάς και του πελάγους που καθρεφτίζει τα ουράνια. Ο Λη Τσογκ είναι κάτι παραπάνω από ένα Κινέζος μαγαζάτορας. Έτσι πρέπει να 'ναι. Ίσως να μη βρίσκεται καλά ισορροπημένος και ν' απόμεινε μετέωρος - ένας πλανήτης Ασιατικός που μια τον συγκρατάει πάνω στην τροχιά του η έλξη του Λάο Τσε και μια τον ξεμακραίνει από τον Λάο Τσε η κεντρόφυγος δύναμη του εμπορικού κατάστιχου και αριθμητηρίου με τις μπαλίτσες - έτσι κρέμεται μετέωρος ο Λη Τσογκ, κλωθογυρίζοντας ανάμεσα σε διάφορες πραμάτειες και φαντάσματα. Σκληρόκαρδος σαν πρόκειται για ένα κουτί κονσέρβα με μπιζέλι - και μαλακός σαν πρόκειται για τα οστά του παππού του. Γιατί ο Λη Τσογκ ανάσκαψε τον τάφο στο Κινέζικο κοιμητήρι και ξέθαψε τα κιτρινισμένα οστά και το κρανίο που είχε πάνω του ακόμα κολλημένα τα γέρικα γκρίζα μαλλιά. Ο Λη συσκέυασε μέσα σ' ένα κιβώτιο τα οστά, μηριαία, κνημικά, τις ωλένες, το κρανίο καταμεσής και τριγύρω τους σπόνδυλους και τα οστά της λεκάνης και τα καμπυλωτά πλευρά. Έπειτα μπαρκάρισε τον συσκευασμένο και εύθραυστο παππού του και τον έστειλε ν' αναπαυθεί επιτέλους στα χώματα που αγίασαν οι πρόγονοί του.
Το ίδιο και ο Μακ με τα παιδιά, κλωθογυρίζουν πάνω στην τροχιά τους. Είναι οι Αρετές, οι Χαρές και η Ομορφιά μέσα στο πολυάσχολο, κουβαριασμένο σε σωρό και ηλίθιο Μόντρεϊ, όπου οι φοβισμένοι και πεινασμένοι άνθρωποι χαλούν τα στομάχια τους αγωνιώντας να εξασφαλίσουν λίγη τροφή, άνθρωποι που διψούν γι' αγάπη κι όμως καταστρέφουν ό,τι αξιαγάπητο υπάρχει ολόγυρά τους. Ο Μακ και τα παιδιά είναι η Ομορφιά, οι Αρετές και οι Χαρές. Μέσα σ' έναν κόσμο που τον διαφεντέυουν οι χολιασμένες τίγρεις, που τον αυλακώνουν με το πέρασμά τους οι μανιασμένοι ταύροι και τον εποπτεύουν τυφλά τσακάλια. Ο Μακ και τα παιδιά τρώνε και πίνουν διακριτικά με συντροφιά τις τίγρεις, μερεύουν τους μανιασμένους ταύρους, μαζεύουν τα ψίχουλα να θρέψουν τους γλάρους του Δρόμου με τις Φάμπρικες. Τι κι αν ο άνθρωπος κερδίσει τον κόσμο όλο και όμως υποφέρει από έλκος γαστρικό, έχει πρησμένο τον προστάτη και πάσχει από μυωπία. Ο Μακ και τα παιδιά δεν πιάνονται σε δόκανα, περνούν πλάι στη φόλα δίχως να την αγγίξουν, ξεφεύγουν από τη θηλιά και αψηφούν μια ολάκερη γενιά παγιδευμένη, δηλητηριασμένη, δεμένη χειροπόδαρα, που ωστόσο τους επιπλήττει και τους αποκαλεί ανάξιους, στιγματισμένους, κακορίζικους, κλέφτες, αλήτες, παλιανθρώπους. Ο πατήρ ημών ο εν τη φύσει, που χαρίζει ζωή στον αγριόγατο και στο κοινό ποντίκι, στη μύγα, στην αράχνη και τον σκόρο, πρέπει να 'χει μια άπειρη και παντοδύναμη αγάπη για τους κηλιδωμένους, για τους ανάξιους και τους αλήτες, για τον Μακ και τα παιδιά. Αρετές, χαρές, τεμπελιά και ζωή με ουσία.
Π ά τ ε ρ η μ ώ ν ο ε ν τ η φ ύ σ ε ι."
auto, einai oloklhro to 2o kefalaio tou Dromou me tis Famprikes tou Tzon Stainmpek.
@sympo:
"Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
κ' είχε μιάν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων."