Page 45 of 50 FirstFirst ... 354344454647 ... LastLast
Results 661 to 675 of 737

Thread: Apospasmata Thread

  1. #661
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default Ivan Turgenev - Fathers and Sons

    “I must say, though, that a man who has staked his whole life on the card of a woman's love and who, when that card is trumped, falls to pieces and lets himself go to the dogs -- a fellow like that is not a man, not a male. You say he's unhappy -- you know best. But all the nonsense hasn't been taken out of him yet. I'm sure he really believes he's a smart fellow just because he reads that rag Galignani and saves a muzhik from a flogging once a month.”

  2. #662
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default Edita Morris - Comment ça va, bien j'espère

    Χτες το βραδυ εγινε μεγαλη φασαρια: περνουσα τρεχοντας μπροστα απο το μαγαζι του Σμιθ, να παρω το λεωφορειο να γυρισω στη δουλεια μου. Στασου, ακουω τη φωνη του Σμιθ, η αστυνομια φερνει βολτα τη γειτονια, να μαθουνε αν πουλαω ρουμι. Κοκα, πες τους πως πουλαω μοναχα γαλα της καρυδας. Η αστυνομια λεει, δεν εχω, λεει, αδεια να πουλω ρουμι. Και δεν εχω που να τους χεσω. Σε παρακαλω Κοκα μου, πουλησε εσυ αποψε το γαλα μου της καρυδας και πες στην αστυνομια πως με πατησε ενα αυτοκινητο. Ο Σμιθ χορευε, κουνουσε τα καπουλια του. Εχει πολυ γουστο ο Σμιθ, τα μαλλια του ειναι βαμβακι. Μαζευει παλιοκουρελα απο τα σκουπιδια, τα δενει γυρω στο λαιμο του. Βαζει πισω απο τ'αυτι μαραμενα λουλουδια, τα πεταλα τους πεφτουν μεσα στα ποτηρια με το ρουμι κι οι ψειρες του το ιδιο: ολοι τον αγαπανε τον Σμιθ, εκτος απο την αστυνομια. Ο Σμιθ τραγουδαει ολην ωρα: σαν ημουνα νιος, ημουν λεβεντης, μορφονιος, τωρα ειμαι να με κλαις, να φυσηξεις και θα πεσω. Τοτε ολοι πιανουμε τα τελευταια λογια του αστειου τραγουδιου του Σμιθ: Πως να γειανω κυρ γιατρε; Με ρουμι και γαλα της καρυδας -τραγουδαμε ολοι. Πινουμε,τραγουδαμε και δοστου χορο. Ο Σμιθ μπορουσε να γινει πλουσιος, αν ανοιγε ενα μπαρ στο Κινγκστον, τους μισει, ομως, τους ασπρους, γι'αυτο εχει ενα μικρο κρασοπουλιο στα Σκουπιδιαρεικα μας, που δεν κοταει ασπρος να πατησει το ποδαρι του. Ο Σμιθ, εφαγε μια φορα γερη φυλακη για λαθρεμποριο ρουμι. Ο Σμιθ λεει, η αποφαση, λεει, ητανε κακια, γιατι τολμησε να κοιταξει τον ασπρο δικαστη καταματα. Θα φας πεντε χρονια, να μαθεις να σαι αναιδομουτρο, μαυρε πιθηκε, του ειπε ο δικαστης. Σημερα, ομως, η αστυνομια δεν τολμαει να πιασει τον Σμιθ, γιατι οι γροθιες του ειναι δυνατες σαν κλοτσια αλογου. Χτες βραδι εκει που εκανε αστεια, μου λεει: Φτου, να τους χεσω, η αστυνομια, κατσε εσυ στη θεση μου, Κοκα. Και χαθηκε μεσα στο σωρο τα σκουπιδια. Οι μπασκηνες ρωτησανε: που ειναι ο Σμιθ; Τον πατησε αυτοκινητο ειπα, κι η αστυνομια φυγανε. Απο ψευτιες δα, αλλο τιποτα: στους μπασκηνες, τους Ασπρους και στους κακους. Οταν εφυγε η αστυνομια, ψες βραδι, ηπια ρουμι: ξερω κατω απο ποια σκουπιδια κρυβει ο Σμιθ τα μπουκαλια του. Μ'αρεσει το ρουμι, γαργαλιεται το στομαχι μου και ξεκαρδιζεται. Πηρα το πρωτο πρωινο λεωφορειο για το Μοντεγκο Μπαιη.

    Τα νεα δεν ειναι καθολου καλα, η μαγειρισσα με ξαποστειλε γιατι εφτασα αργα, με ξαποστειλε κι η κυρια γιατι ημουνα καλη με τον τραυλο το γιο της. Τοτε ο γιος της της εκανε τα μουτρα κιμα οπως της το'χε ταξει. Η μυτη της εγινε θεοστραβη, γερνει απο τη μια παντα. Εφυγε σα σιφουνας για το Λονδινο να κανει εγχειριση, να δουνε αν μπορουνε να της την βαλουν στη θεση της τη μυτη της. Ο λορδος αντρας της, εφυγε μαζι της. Ο γέρος και ο νεαρος λορδος ξεφαντωνουνε που μεινανε μονοι. Εχουνε ενα σωρο κοριτσια που φτανουν και περισσευουν, για να πλαγιαζουν μαζι τους σ'ενα σπιτι εξ επιτουτου, στο Μοντεγκο Μπαιη. Ναι, διωξανε και το σοφερ του καμιονιου, γιατι ειπε στον παπα να το βουλωσει με τις ψευτιες του. Θα με παει πισω στα Σκουπιδιαρεικα. Μισει το ασπρο αφεντικο, μισει την ασπρη Κυρια, εγω ομως παρακαλω κι ας μ'εδιωξε να ξαναισιωσει η μυτη της ασπρης κυριας. Το ειπα στο σοφερ: μακαρι, λεω, να παει ξανα στη θεση της η μυτη της. Μου απαντησε: εισαι πολυ καλη, Κοκα, κι αυτο ειναι κουσουρι.

    Χτες σα φυγαμε απο το σπιτι του ασπρου λορδου, πηγε και φρεναρισε το καμιονι του κοντα σ'ενα καραβι με μπανανες. Κοιταζα. Η μανα μου, που πεθανε, ξεφορτωνε μπανανες σ'ενα καραβι της Γιουναιτεντ Φρουτ Κομπανυ, σαν κι αυτο εδω, αυτο τη σκοτωσε. Πολλοι μαυροι, που ειναι ανεργοι, φορτωνουνε μπανανες στα καραβια της Γιουναιτεντ Φρουτ Κομπανυ, για ενα κομματι ψωμι. Πρεπει να τρεχουνε, αλλιως ο επιστατης φωναζει: σβελτα, χαμενα κορμια. Ενα κλαδι μπανανες ζυγιζει εικοσι κιλα. Σβελτα, σκατογρια, φωναζε ο επιστατης στη μανα μου. Κεινη δεν μπορουσε να τρεξει, με ειχε στην κοιλια της. Τσακισου σκατογρια, φωναζε ο επιστατης, η μανα μου δεν ητανε γρια, μολις ειχε πατησει τα τριαντα, εμοιαζε μοναχα γρια. Εκανε πιο γρηγορα, επεφτε, κι ο επιστατης την χτυπουσε στην κοιλια, με μενα μεσα: Φορτωσου, της λεει. Μα το τελευταιο φορτωμα μπανανες της τσακισε τη μεση, η μανα μου δεν μπορουσε πια να ξανασηκωθει. Σηκω, σκατογρια. Κλεινουμε για σημερα, το καραβι σαλπαρει αμεσως για την Αμερικη. Η μανα μου σηκωθηκε, γυρισε στα Σκουπιδιαρεικα, με γεννησε, πεθανε.

    Θα κοψω αυτο το φυλλο απο το ημερολογιο μου, κυρια Τατλ, θα πω του Σμιθ να μου δωσει γραμματοσημο, να σας το στειλω το φυλλο μου, γιατι πειναω. Αγγελε μου εσεις, στειλτε μου πεντε σελινια, γιατι ειστε τοσο τσιγγουνα; Τρωγατε εδω μπριζολες, πινατε ουισκι εδω στην Τζαμαικα, μηπως χασατε τα λεφτα σας στην Αγγλια; Ζω παλι στα Σκουπιδιαρεικα. Τα φορτηγα με τα σκουπιδια χυμανε στα Σκουπιδιαρεικα, χυμαμε κι εμεις, ψαχουλευουμε να βρουμε κοκαλα και λεμονοκουπες. Πολλοι στα Σκουπιδιαρεικα δεν εχουν γερα χερια να ψαχουλευουν, γιατι τα εργοστασια των Ασπρων δεν εχουνε συστηματα ασφαλειας για τους Μαυρους και τα δαχτυλα κανουνε φτερα. Τους σακατηδες τους διωχνουνε και παιρνουν το δρομο για τα Σκουπιδιαρεικα, που ειναι μεγαλα σα μια πολη, κυρια. Ειναι απο τα πιο μεγαλα Σκουπιδιαρεικα σ'ολο τον κοσμο, λεει ο Σμιθ. Εχ, εμεις εδω στα Σκουπιδιαρεικα ψοφαμε της πεινας, η ανεργια, λεει ο Σμιθ, ειναι η μονη χοντρη γυναικα στην Τζαμαικα, χοντρη σα γουρουνι.
    Last edited by paddy honey; 10-04-2016 at 02:54.

  3. #663
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default (...)

    Το γκαρσονι του Ξενοδοχειου "Μισοφεγγαρο" ηρθε να με δει. Θελεις να βρεις δουλεια στο ξενοδοχειο μου, στη λαντσα, με ρωτησε. Μπορω να καταφερω να την παρεις, αν εχεις καλες συστασεις. Οχι, δεν εχω, του απαντησα. Γιατι, με ρωτησε. Να, ημουνα πολυ καλη με το νεαρο ασπρο λορδο, ημουνα πολυ καλη και με το γερο ασπρο λορδο. Οχι ησουνα κακη, απαντησε το γκαρσονι. Καθομασταν πανω στο σωρο τα σκουπιδια. Η βρωμα δε σε πειραζει, με ρωτησε. Οχι, εχω γεννηθει εδω, του απαντησα. Πως σε λενε; Κοκα. Οχι, σε λενε Ελιζαμπετ Τζοουνς. Οι καθως πρεπει Τζαμαικανοι πρεπει να 'χουνε ονοματα καθως πρεπει, για να νιωθουνε καθως πρεπει, και να 'ναι περηφανοι για τον εαυτο τους. Μ'αγγιξε στη ραχοκοκαλια: Τι ειναι αυτο, με ρωτησε. Η ραχοκοκαλια μου, του ειπα γελωντας. Ειναι η φυσικη σου ραχοκοκαλια, φωναξε το γκαρσονι. Πρεπει ομως να 'χεις και μια ηθικη ραχοκοκαλια, Ελιζαμπετ Τζοουνς. Ξερεις την ιστορια της Τζαμαικα, με ρωτησε. Οχι, απαντησα. Λοιπον μια φορα κι εναν καιρο, εδω και χρονια, κατι Αγριοι Ασπροι αγορασανε ωραιους Αφρικανους στην Αφρικη και τους φερνοντανε σα ζωα, για να τους κανουν να χασουν την ανθρωπινη αξιοπρεπεια τους. Στα σκλαβοπαζαρα, τους περηφανους γεματους αξιοπρεπεια Αφρικανους, οι ασπροι αγοραστες τους πασπατευαν τα αχαμνα τους, πασπατευαν τα στηθια τους, στις περηφανες και γεματες αξιοπρεπεια γυναικες τους, απαγορευαν στους Αφρικανους να γινουν πατερες μιας οικογενειας με αξιοπρεπεια, απαγορευαν στις γυναικες τις Αφρικανες να γινουν μητερες με αξιοπρεπεια, η οικογενειακη ζωη ητανε εκτος νομου. Μεταμορφωσαν αυτους τους τιμιους Αφρικανους σε ζωα, και τις τιμιες Αφρικανες σε τσουλες σαν και σενα. Οι ασπροι φερνονται ετσι στους Μαυρους ολης της γης, εκατονταδες τωρα χρονια. Ετσι εξηγιεται που πολλοι απο μας ειναι τετοιοι που ειναι κι εσυ τετοια που εισαι. Καταλαβες το μαθημα της ιστοριας, Ελιζαμπετ Τζοουνς; Οχι, του αποκριθηκα. Αυτα γινανε χτες βραδι.

    Που λετε, το γκαρσονι του Ξενοδοχειου του "Μισοφεγγαρου" μου 'λεγε χτες βραδι, οτι ηθελε ολες οι γυναικες της Τζαμαικας να παψουν να ειναι πουτανες. Τη μανα του τη βιασε ενας ασπρος τσιφλικας, το παιδι πεθανε, η μανα του δεν μπορεσε να ξαναπαρει απανω της, απο τοτε που 'γινε μητερα στα δεκατρια της, δεν μπορουσε πια να κανει βαριες δουλειες στα χτηματα, εγινε πουτανα. Αποχτησε πολλα μπασταρδα, το γκαρσονι του Ξενοδοχειου του "Μισοφεγγαρου" ειναι ενα απ' αυτα τα μπασταρδα. Δεν ειχε ουτε ονομα, ουτε οικογενεια, ετρωγε σκουπιδια, εμαθε μονος του να διαβαζει, να γραφει, να μιλαει κατα πως πρεπει, να περπαταει καμαρωτα, ισιοι οι ωμοι, το κεφαλι ψηλα. Πηρε ενα ονομα: Τζειμς Κομματζερ, ενα καθως πρεπει ονομα. Τα ασπρα αφεντικα φρενιαζανε γιατι ο Κομματζερ περπατουσε καμαρωτα, με περηφανια στα ματια, δουλευε ομως καλυτερα απο τον καθενα γι'αυτο τον κρατουσανε. Εκεινος, ηθελε ν'αλλαζει συχνα δουλεια, ηθελε να μαθει το καθετι σχετικα με τους αγριους Ασπρους, ηθελε να τους μερωσει οπως μερευει κανεις τα αγρια θηρια. Δεν πιστευε στις δολοφονιες. Φετο, το γκαρσονι ο Κομματζερ, μελεταει τους αγριους Ασπρους Αμερικανους στο ξενοδοχειο του "Μισοφεγγαρου". Δε γινεται, ομως, να τους μερωσεις, λεει, πρεπει να τους πεταξεις εξω, τους αγριους Αγγλους, τους αγριους Καναδεζους κι ολους τους αλλους αγριους Ασπρους, που ζουνε στην Τζαμαικα.Με πηρε ο υπνος πανω στο σωρο τα σκουπιδια, ενω το γκαρσονι ο Κομματζερ, μιλουσε. Ξυπνησα, το γκαρσονι ο Κομματζερ ειχε βαλει ενα καθαρο μαντιλι κατω απο το κεφαλι μου. Ειχε ξημερωσει κι εφυγε. Αυτο εγινε χτες.

    Ειμαι καλα, το αυτο επιθυμω και για σας. Θα κοψω αυτο το φυλλο απο το ημερολογιο μου και θα σας το στειλω με το βαπορι, θελω να μου γραψετε ενα καλο συστατικο, αλλιως δε θα 'χω καινουργια δουλεια. Πειτε πως ημουνα υπηρετρια σας, πως δεν επινα, πως σηκωνομουνα το πρωι πρωτη και πλαγιαζα το βραδι τελευταια, πως ημουνα καλη με: τα παιδια, τα σκυλια, τους γερους, τα καναρινια. Σας παρακαλω, κυρια Τατλ μου, πειτε τους τα αυτα, πεθαινω της πεινας. Σας παρακαλω πειτε πως δεν απαφτωθηκα με τον μπαμπα, πειτε ψεματα, σας παρακαλω, πειτε πως δεν εκλεψα ποτε -θυμαστε τα ασημενια κουταλακια, ε; δε σας τα ξαναδωσα πισω τα ασημενια κουταλακια; Πειτε πως ειμαι ενταξει- μην πειτε για τα τροφαντα μου στηθια, οι ασπρες κυριες ειναι ζηλιαρες.

    Καποιος ηρθε απο ενα "Σπιτι" του Κινγκστον να με παρει στη δουλεια, πηρε κι αλλα κοριτσια απο τα Σκουπιδιαρεικα που ητανε ανεργα. Ψαχουλεψε τα πισινα μου, κατω τα χερια απο τα πισινα μου, του ειπα. Τοτε, γιατι μου χαμογελας, με ρωτησε. Ειναι τα δοντια μου που χαμογελουν, του απαντησα - μεσα μου. Μου ειπε: παμε Κοκα. Με λενε Ελιζαμπετ Τζοουνς, του ειπα, εβαλε τα γελια. Αγαπημενη μου, κυρια Τατλ, αγγελε μου εσεις, σας παρακαλω στειλτε μου ενα καλο συστατικο με το αεροπλανο, αλλιως θα πρεπει να δουλευω σ'αυτο το "Σπιτι" στο Κινγκστον. Ο Νταρυλ ειναι στο κρεβατι, βγαζει αιμα απο τη μυτη. Δεν μπορουμε να κανουμε ερωτα, χρειαζεται λιγη μασα για να σου 'ρθει ορεξη για ερωτα, θα μεινω ομως πιστη στον Νταρυλ. Ειναι το καρυδακι μου, η καρυδουλα μου. Παιζουμε ζαρια οταν δεν μπορουμε να κανουμε ερωτα, πρεπει να φας για να σου 'ρθει ορεξη να κανεις ερωτα. Σας παρακαλω, γραψτε, πειτε πως ημουνα μια καλη υπηρετρια.
    Last edited by paddy honey; 09-04-2016 at 19:41.

  4. #664
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default

    Το λοιπον, το γκαρσονι του Ξενοδοχειου του "Μισοφεγγαρου" ηρθε να με δει, ανταμωσαμε στο κρασοπουλιο του Σμιθ. Τι θα πιεις; με ρωτησε, ρουμι, του απαντησα. Οχι, γαλα της καρυδας. Δυο γαλατα καρυδας, ειπε στον Σμιθ. Το γκαρσονι φορουσε καθαρο ασπρο πουκαμισο, μαυρο παντελονι με τσακιση, ειχε ενα μικρουτσικο μουστακι καλοψαλιδισμενο, μα τα παπουτσια του ητανε πιο μεγαλα εξαιτιας των ποδιων του. Αχ, πως τα λυπαμαι τα ποδια των γκαρσονιων, με πιανει λυπη, για καθετι που ειναι για λυπηση. Τα χερια του γκαρσονιου ειναι πολυ καθαρα, τα νυχια του το ιδιο, τα ματια του το ιδιο. Τα 'βαλε με τον Σμιθ: αδερφε, μου λογαριασες δυο δεκαρες παραπανω για το γαλα της καρυδας, σε παρακαλω αδερφε, γινε ενας τιμιος Τζαμαικανος. Γινε ενας πολιτης καταπως πρεπει. Νομισα πως ο Σμιθ θα τον αρχισει στις σφαλιαρες. Φυγαμε, το γκαρσονι κι εγω. Το γκαρσονι ο Κομματζερ ξαναγυρισε τρεχατος, εδωσε τρια σελινια στον Σμιθ: σε παρακαλω αδερφε, πηγαινε να κοψεις τα μαλλια σου, σεβασου τον εαυτο σου, αδερφε, ειπε στον Σμιθ. Το στομα του Σμιθ ανοιξε δυο πηχες, μια μελισσα μπαινοβγηκε στο στομα του. Το γκαρσονι ο Κομματζερ, μου ειπε πως επρεπε να φυγει να παει στη δουλεια του. Κι εγω το ιδιο, του απαντησα. Σε ποια δουλεια; Να, δουλευω σε "Σπιτι" στο Κινγκστον. Ωχ, μου αστραψε ενα χαστουκι. Πηρες το δρομο που μας σπρωχνουνε κι αυτοι να παρουμε, εγινες μια πουτανα Τζαμαικανη, ειπε. Ποιοι αυτοι, ρωτησα. ΑΥΤΟΙ! Τα ασπρα αφεντικα μας, ολοι οι Ασπροι ολου του κοσμου. Ξεφωνιζε, καθισε πανω σ'ενα σωρο σκουπιδια, καθισε πανω σ'ενα σαπιο πεπονι, το πεπονι εσκασε, βρωμοκοπησε ο τοπος, εχωσε το ωραιο καθαρο του χερι μεσα στα βρωμικα ζουμια, ετσι θελουνε να γινουμε, σαπιοι, βρωμεροι. Στο τελος ΑΥΤΟΙ βγαινουν κερδισμενοι, χαρη σε κατι μαυρους κλεφτες σαν τον Σμιθ και σε κατι μαυρες πουτανες σαν και σενα. Εμεις, οι Μαυροι, πρεπει να σεβομαστε τον εαυτο μας, ειπε. Το 'βαλα στα ποδια.

  5. #665
    σκληρόκαρδος χρυσοκούκης Kingdom Gone's Avatar
    Join Date
    Jun 2004
    Location
    Lebanon Hangover
    Posts
    5,546

    Default

    Quote Originally Posted by sfinotouvlaki View Post
    Quote Originally Posted by David Foster Wallace (Infinite Jest)
    You will become way less concerned with what other people think of you when you realize how seldom they do.
    Quote Originally Posted by David Foster Wallace (The Pale King)
    ...Like having to be able to say to yourself, ‘I am pretending to sit here reading Albert Camus’s The Fall for the Literature of Alienation midterm, but actually I’m really concentrating on listening to Steve try to impress this girl over the phone, and I am feeling embarrassment and contempt for him, and am thinking he’s a poser, and at the same time I am also uncomfortably aware of times that I’ve also tried to project the idea of myself as hip and cynical so as to impress someone, meaning that not only do I sort of dislike Steve, which in all honesty I do, but part of the reason I dislike him is that when I listen to him on the phone it makes me see similarities and realize things about myself that embarrass me, but I don’t know how to quit doing them—like, if I quit trying to seem nihilistic, even just to myself, then what would happen, what would I be like?


    Quote Originally Posted by David Foster Wallace (The Pale King)

    I learned that the world of men as it exists today is a bureaucracy. This is an obvious truth, of course, though it is also one the ignorance of which causes great suffering.

    But moreover, I discovered, in the only way that a man ever really learns anything important, the real skill that is required to succeed in a bureaucracy. I mean really succeed: do good, make a difference, serve. I discovered the key. This key is not efficiency, or probity, or insight, or wisdom. It is not political cunning, interpersonal skills, raw IQ, loyalty, vision, or any of the qualities that the bureaucratic world calls virtues, and tests for. The key is a certain capacity that underlies all these qualities, rather the way that an ability to breathe and pump blood underlies all thought and action.

    The underlying bureaucratic key is the ability to deal with boredom. To function effectively in an environment that precludes everything vital and human. To breathe, so to speak, without air. The key is the ability, whether innate or conditioned, to find the other side of the rote, the picayune, the meaningless, the repetitive, the pointlessly complex. To be, in a word, unborable. It is the key to modern life. If you are immune to boredom, there is literally nothing you cannot accomplish.
    Quote Originally Posted by David Foster Wallace (This is Water)
    “Learning how to think” really means learning how to exercise some control over how and what you think. It means being conscious and aware enough to choose what you pay attention to and to choose how you construct meaning from experience. [...]And I submit that this is what the real, no-bull-value of your liberal-arts education is supposed to be about: How to keep from going through your comfortable, prosperous, respectable adult life dead,unconscious, a slave to your head and to your natural default-setting of being uniquely, completely, imperially alone, day in and day out.

    That may sound like hyperbole, or abstract nonsense. So let's get concrete.The plain fact is that you graduating seniors do not yet have any clue what “day in, day out” really means. There happen to be whole large parts of adult American life that nobody talks about in commencement speeches. One such part involves boredom, routine, and petty frustration. [...] Anyway, you finally get to the checkout line's front, and pay for your food, and wait to get your check or card authenticated by a machine, and then get told to “Have a nice day” in a voice that is the absolute voice of death [...]

    The point is that petty, frustrating crap like this is exactly where the work of choosing comes in. Because the traffic jams and crowded aisles and long checkout lines give me time to think, and if I don't make a conscious decision about how to think and what to pay attention to, I'm going to be pissed and miserable every time I have to food-shop, because my natural default-setting is the certainty that situations like this are really all about me, about my hungriness and my fatigue and my desire to just get home, and it's going to seem, for all the world, like everybody else is just in my way, and who are all these people in my way? And look at how repulsive most of them are and how stupid and cow-like and dead-eyed and nonhuman they seem here in the checkout line [...]

    Look, if I choose to think this way, fine, lots of us do—except that thinking this way tends to be so easy and automatic it doesn't have to be a choice. Thinking this way is my natural default- setting. It's the automatic, unconscious way that I experience the boring, frustrating, crowded parts of adult life when I'm operating on the automatic, unconscious belief that I am the center of the world and that my immediate needs and feelings are what should determine the world's priorities. The thing is that there are obviously different ways to think about these kinds of situations. [...]

    I can choose to force myself to consider the likelihood that ever yone else in the supermarket's checkout line is just as bored and frustrated as I am, and that some of these people probably have much harder, more tedious or painful lives than I do, overall.

    Again, please don't think that I'm giving you moral advice, or that I'm saying you're “supposed to” think this way, or that anyone expects you to just automatically do it, because it's hard, it takes will and mental effort, and if you're like me, some days you won't be able to do it, or you just flat-out won't want to. But most days, if you're aware enough to give yourself a choice, you can choose to look differently at this fat, dead-eyed, over-made-lady who just screamed at her little child in the checkout line—maybe she's not usually like this; maybe she's been up three straight nights holding the hand of her husband who's dying of bone cancer, or maybe this very lady is the low-wage clerk at the Motor Vehicles Dept. who just yesterday helped your spouse resolve a nightmarish red-tape problem through some small act of bureaucratic kindness. [...]

    Of course, none of this is likely, but it's also not impossible—it just depends on what you want to consider. It will actually be within your power to experience a crowded, loud, slow, consumer-hell-type situation as not only meaningful but sacred, on fire with the same force that lit the stars
    —compassion, love, the sub-surface unity of all things. Not that that mystical stuff's necessarily true: The only thing that's capital-T True is that you get to decide how you're going to try to see it. You get to consciously decide what has meaning and what doesn't. You get to decide what to worship...

    Because here's something else that's true. In the day-to-day trenches of adult life, there is actually no such thing as atheism. There is no such thing as not worshipping. Everybody worships. The only choice we get is what to worship. [...] Worship your intellect, being seen as smart — you will end up
    feeling stupid, a fraud, always on the verge of being found out. And so on. [...] Look, the insidious thing about these forms of worship is not that they're evil or sinful; it is that they are unconscious. [...]

    Our own present culture has harnessed these forces in ways that have yielded extraordinary wealth and comfort and personal freedom. The freedom to be lords of our own tiny skull-sized kingdoms, alone at the center of all creation. This kind of freedom has much to recommend it. But of course there are all different kinds of freedom, and the kind that is most precious you will not hear much talked about in the great outside world of winning and achieving and displaying. The really important kind of freedom involves attention, and awareness, and discipline, and effort, and being able truly to care about other people and to sacrifice for them, over and over, in myriad petty little unsexy ways, every day. That is real freedom. The alternative is unconsciousness, the default-setting, the “rat race”
    —the constant gnawing sense of having had and lost some infinite thing. [...]

    The capital- T Truth is about life before death. It is about making it to 30, or maybe 50, without wanting to shoot yourself in the head. It is about simple awareness — awareness of what is so real and essential, so hidden in plain sight all around us, that we have to keep reminding ourselves, over and over: “This is water, this is water.” It is unimaginably hard to do this, to stay conscious and alive, day in and day out.
    Εδώ η ανάγνωση ολόκληρου του "This is Water" από τον Wallace
    αυτος ειναι ωραιος ε
    After the Triumph of Your Birth.

  6. #666
    Δράκος ikonoklast's Avatar
    Join Date
    Jun 2006
    Location
    στη φάση για τα τάλαντα
    Posts
    13,268

    Default

    Είναι πολύ ωραίος. Πόσο εφικτό είναι το Infinite Jest? Θέλει να είσαι άνεργος, άστεγος και αποφασισμένος ή διαβάζεται σε μια νορμαλ φάση της ζωής σου;

  7. #667
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default

    Φαντάζομαι εξαρτάται απ'το πώς εννοεί το "νορμαλ" ο καθείς.

  8. #668
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default

    «Όταν η Τζην Ρυς άρχισε να γράφει για να δικαιώσει «την τρελή», έδωσε έμφαση στο ρόλο της ως «το κληροδότημα του ιμπεριαλισμού που φωλιάζει κρυμμένο στην καρδιά του κάστρου κάθε Άγγλου τζέντλεμαν».

    Οι μαύροι δε μας μισούσαν και τόσο πολύ όταν ήμασταν φτωχοί (πριν η μητέρα της παντρευτεί λευκό). Ήμασταν λευκοί αλλά δεν το είχαμε σκάσει και σύντομα θα πεθαίναμε γιατί δε μας είχαν μείνει καθόλου λεφτά. Είχαμε κάτι να μας μισούν;
    Τώρα το μίσος είχε ξαναρχίσει, και χειρότερα από πριν, η μητέρα μου το ξέρει αλλά δε μπορεί να το πιστέψει.
    Ήταν ένα τραγούδι για μια άσπρη κατσαρίδα. Αυτή είμαι εγώ. Έτσι αποκαλούν όλους εμάς που ήμασταν εδώ πριν οι δικοί τους στην Αφρική τους πουλήσουν στους δουλέμπορους. Και άκουσα και κάποιες αγγλίδες να μας αποκαλούν λευκούς νέγρους. Γι΄ αυτό κι εγώ, που βρίσκομαι ανάμεσα σ’ αυτούς και σε σας, αναρωτιέμαι για το ποια είμαι και πού είναι η πατρίδα μου και πολύ ανήκω και για ποιο λόγο γεννήθηκα τελικά.

  9. #669
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default Mary Webb - Seven For A Secret

    Ο Ρομπερτ κοιταξε μεσα απο το δωματιο τον χλομο ουρανο, και το γερανι με το ασπρο ματι, που βρισκοταν διπλα στη μυρωδατη αρμπαροριζα μπροστα στο κουρτινακι απο μουσελινα που κρεμοταν στο παραθυρο απο τη μεση και κατω, του ανταποδωσε το βλεμμα του με διαυγεια.
    Υπηρχε κατι απο την Τζιλιαν, σκεφτηκε, στην περιπαθη τολμη του. Το ονομασε απο μεσα του "τσαχπινια" και "ντροπαλοσυνη" και αρχισε να συνθετει ενα ποιημα πανω σ'αυτο μουρμουριζοντας απο μεσα του καθως εφτιαχνε πασσαλακια για την αχυροσκεπη.
    (...)
    -Τα λεφτα, ειπε ο Ρομπερτ συνεχιζοντας τη δουλεια του, ειναι σκετη κοπρια.
    -Δεν εισαι με τα καλα σου, παιδι μου! Αγοραζουν τα παντα εκτος απ'τον Παραδεισο. Και μερικοι λενε οτι αγοραζουν κι αυτον.
    -Μπορουν να αγορασουν την αγαπη;
    -Ετσι λενε! Ο Ιωναθαν κρυφογελασε.
    -Που το ειπανε; -Στο χανι -τη "Γυμνη Κορη".
    -Δεν μ'αρεσει αυτο το ονομα. Γιατι δεν το λενε "Το Καταφυγιο της Γοργονας" οπως γραφει η επιγραφη;
    -Μα αφου, παιδακι μου, πανω απ'την πορτα ειναι αυτη, ξεδιαντροπη σαν τη Γυναικα της Βαβυλωνας, τσιτσιδη ως τη μεση. Τη λεμε αυτο που ειναι. Παλι καλα που εβγαλε και λιγα σεμνα λεπια. Δεν ειναι τοσο ξετσιπωτη οσο η Ευα στη Βιβλο της καημενης της μανας μου. Δεν μου φαινεται καθολου παραξενο που ο Αδαμ πηρε τον κακο δρομο. Που λες, αν η Ευα ειχε αγορασει μια βαμβακερη φανελα και εναν κορσε και δυο-τρια μεσοφορια και ενα ωραιο κλαρωτο φουστανι και ποδια, δεν θα υπηρχαν τετοια μαγιοπαιχνιδα με φιδια, μηλα και τα τοιαυτα. Ισως και ο πρωτοτοκος τους να μην εβγαινε σκαρτος και να εφτιαχνε οικογενεια κοντα στους γερους, και ετσι δεν θα υπηρχαν ποτε αραπαδες.
    -Και γιατι δεν θα υπηρχαν;
    -Τα μπασταρδα του Καιν ηταν οι πρωτοι αραπαδες.
    Που αποκτησε ο Ιωναθαν τις βιβλικες (και αποκρυφιστικες) γνωσεις του ηταν ενα μυστηριο. Μαζι με τους θρυλους και τις παραδοσεις της περιοχης αποτελουσαν τη βαση των ιστοριων για τις οποιες ηταν φημισμενος.
    -'Η παρε μπογια, που λες, και σκεπασε την ολη ή σκεπασε τουλαχιστον το στηθος της. Ετσι τραβα το ματι. Και δεν ειναι καλο για τα παλικαρια. Γιατι μεχρι να παντρευτουν και να ανακαλυψουν ποσο ασημαντο πραγματακι ειναι η γυναικα, θαρρουν πως ειναι κατι σπουδαιο και περιεργο.
    Ξαφνικα, στο μεσο του ονειρου με την αγριοπαπια και τα γερανια, στον πρασινο ουρανο προβαλε το προσωπω της Τζιλιαν με το χλομο, λυγερο σωμα της Γοργονας της επιγραφης. Ο Ρομπερτ σηκωθηκε, πεταξε τα πασσαλακια στο πατωμα και αρχισε να πηγαινει πανω-κατω μεσα στο μικρο δωματιο. Δυομιση βηματα. Μεταβολη. Δυομιση βηματα. Μεταβολη. Επρεπε να κανει αυτη τη φλυαρη γερικη φωνη να σωπασει η να τη στρεψει καπου αλλου.
    -Πες για τη γοργονα οταν πρωτοηρθε, ειπε.
    Spoiler
    (...)
    Αχ, ποσο λυπημενο ηταν το ασπρο ματακι του γερανιου! Του Ρομπερτ του φανηκε σχεδον πως επεσε μια δροσοσταλιδα μεσα στο ησυχο δωματιο, γιατι ηταν βουρκωμενος.
    (...)
    -Αμαν κι εσυ, βρε φοραδα! Αντε, προχωρα! ειπε ο Ρομπερτ οργισμενος.
    Το υγρο μαυρο ματι της φοραδας κοιταξε ολογυρα- δεν φορουσε παρωπιδες- σαν να τον μεμφοταν.
    -Ισως αυτο να εξηγει το σκοτεινο αισθημα που προκαλει το λαγκαδι. Μπορει ξαφνικα να πεταχτουν απο εκει και να σκοτωσουν το ονειρο μου.
    -Δεν αμφιβαλλω καθολου πως κατι παραμονευει εκει. Αλλα ας εχουμε λιγο υπομονη να δουμε τι θα γινει.
    -Σου αρεσει το φορεμα μου, Ρομπερτ;
    Καταπρασινοι λοφοι και γρανιτενια βουνα δεν μπορει παρα να υποχωρησουν μπροστα σε μια τοσο σοβαρη ερωτηση.
    -Καλουτσικο ειναι.
    -Μου 'ρχεται να σου δωσω ενα χαστουκι, Μπομπ Ραϊνταουτ! Ακους εκει μονο "καλουτσικο"!
    (...)
    -Αναρωτιεμαι τι να ενιωθε αραγε η κυρια Θατσερ οταν ηρθε εδω περα, περνωντας απο το ρεικια με το νυφικο της, με τον κυριο Θατσερ αγκαζε, τα κοκκινα τριανταφυλλα ολογυρα ανθισμενα και σ'ολο τουτο το θεορατο σπιτι να μην ειναι αλλος κανεις παρα οι δυο τους. Και αναρωτιεμαι ακομη τι να ενιωθε ο κυριος Θατσερ.
    -Μπορω μια χαρα να το φανταστω.
    -Πες μου!
    -Ουκου.
    -Μαθε να μιλας! Πρεπει να διαβασεις το βιβλιο καλης συμπεριφορας που μου δανεισε η θεια μου. Δεν γραφει πουθενα να πετσοκοβουμε τις λεξεις οπως τα σκουληκια οταν σκαλιζουμε.
    Εβγαλε το μαντιλακι της και το επαιξε. Μυρωμενες πνοες ξεχυθηκαν απο αυτο, δαντελα το πλαισιωνε' ολη αυτη η απαγορευμενη γλυκα ηταν αβασταχτη. Στην κορυφη του μακροσυρτου δρομου που κατηφοριζε με πολλες στροφες σε ενα επιβλητικο, αμφιθεατρικο τοπιο απο το "Καταφυγιο της Γοργονας" ως το Μαλαρντ Κηπ, ο Ρομπερτ σταματησε την αμαξα.
    -Α! Ελεος, Τζιλιαν, αρκετα μ'αυτα! Δεν θελω να ξανακουσω λεξη για φιλια, γαμους και λοιπα. Δεν παιζουμε με τη φωτια.
    Το προσωπο της Τζιλιαν ηταν ολο χαρα. Ωστε λοιπον δεν παιζουνε με τη φωτια! Αχααα! Δεν ηθελε μεν να τη φιλησει, την εβρισκε ομως ωραια. Ηταν ξεροκεφαλος, υποχρεωθηκε ομως να ζητησει ελεος.
    -Ενα μονο σου λεω, συνεχισε με θυμωμενη φωνη ο Ρομπερτ, μια λεξη ακομη αν πεις, θα στρεψω την αμαξα ισια στον γκρεμο, θα γκρεμοτσακιστουμε, θα μεινουν τα κοκκαλα μας εκει κατω στον πατο.
    -Μα, Ρομπερτ! Γιατι δεν παιζουν με τη φωτια;
    Ο Ρομπερτ της εριξε ενα βλεμμα, ενα αγριο και γρηγορο βλεμμα σαν ακτινα εστιασμενου φωτος. Επειτα ξαναπηρε το δρομο για το Κηπ.
    -Αντε, τρεξε, ρε φοραδα! Θα χασουμε το ρημαδι το τρενο! ειπε.
    Συνεχισαν για λιγα μιλια αμιλητοι. Τελικα, επειτα απο αρκετους ερημικους λοφους και κοιλαδες, ανηφορισαν τον τελευταιο αποκρημνο λοφο απ'οπου ειχαν μια πανοραμικη θεα του Μαλαρντ Κηπ. Να το! να το τελος της ευτυχιας για τον Ρομπερτ.
    Last edited by paddy honey; 28-04-2016 at 20:50.

  10. #670
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default (...)

    -Εκεινη η μαυρομουτσουνη η προβατινα γεννησε τρια αρνια, ειπε ο Ιωναθαν, μολις μπηκε ο Ρομπερτ, και τα δυο το 'χουν σκοπο να μη ζησουν.
    Ηταν προφανες οτι δεν διανοουνταν να τους παει αντιθετα. Εαν το 'χαν σκοπο να μη ζησουν, δεν θα ζουσαν, ο,τι κι αν εκανε ο Ιωναθαν.
    -Που ειναι;
    -Μαζι με τ'αλλο. Η μανα τους ειναι σε τετοια κατασταση που δεν με αφηνει να τα παρω απο κει. Που πας;
    -Να τα παρω.
    Εφυγε.
    -Τι παιδι κι αυτο! Δεν το χωρα ο τοπος, και παντα ανευχαριστητο ειναι! Γιατι δεν τα αφηνει ησυχα; Αφου, ο,τι και να κανεις, δεν προκειται να ζησουν.
    -Ο Ρομπερτ δεν θα τα αφησει να μη ζησουν.
    -Πες μου, σε παρακαλω, τι θα γινοταν χθες, αν δεν ημουν εγω; Τι παιδι! --- Ακους εκει να γυρνα εξω τον καιρο της γεννας!
    -Για να λεμε και του στραβου το δικιο, που και που κανει καμια κοπανα.
    -Μου θυμιζει την ιστορια του καημενου του Τζοη Λινη. Το 'χε συνηθειο ο δολιος να τρεχει περα-δωθε. Αλλα μια φορα επεσε χωρις να το καταλαβει σε τριπλα νεραϊδογνεματα, και αυτα τον πηραν. Αχ, ναι, ετσι λενε πως ηταν τα παλια τα χρονια, ο κοσμος τοτε εκαιγε τις μαγισσες, τις επνιγε στο ποταμι, και ενας Θεος ξερει τι αλλο. Και τα πραγματα ηταν διαφορετικα. Τελος παντων, οι νεραιδες αρπαξαν τον καημενο τον Τζοη Λινη, και παν καλια τους. Αλλα λενε πως, μερικες φορες, τον Αλωναρη, οταν βραδιαζει και ο καιρος αγριευει και κρυωνει, θα δεις ενα ωχρο, αδυνατο προσωπο, με αραια μαλλια που ανεμιζουν στον αερα, να κλαιει:

    Χαχα χουχα, χαχα χουλη.
    Τζοη Λινη καημενουλη.


    -Αυτο θα παθει και ο δικος σου ο Ρομπερτ, ακου με μενα.
    Η κυρια Μεικπις γελασε.
    -Φοβαμαι πως θα τα βαλουν πρωτα με σενα, καλε μου Ιωναθαν, ειπε. Θα τα βρουν μπαστουνια με τον Μπομπ.
    (...)
    -Χα! ειπε ο Ησαιας, και ο Ελμερ οχι μονο εδειξε να τα χανει, μα και να σκιαζεται.
    Ο Ησαιας ειχε το δικο του μετρο.
    Το "Χα!" του ποτε δεν τον προδωσε. Ηταν καλο κριτηριο. Οπως μια γυναικα λεει τολμηρα πραγματα για να ζυγισει τους αντρες που γνωριζει, ετσι και ο Ησαιας ελεγε "Χα!".
    (...)
    -Το διχως αλλο θα φερνεις μαζι σου καμια μορφονια απο την Ουαλια, προσπαθησε να τον ψαρεψει ο Ησαιας.
    Ο Ραλφ σηκωσε το κεφαλι του με εκπληξη.
    -Οχι, ειπε βιαστικα. Δεκαρα δεν δινω για τις Ουαλεζες.
    -Γιατι;
    -Παραειναι κοντες, χοντρες και κιτρινιαρες.
    -Ποιον τυπο προτιμας;
    -Θα μου αρεσε μια κοπελα με δροσερο προσωπο και λεπτη μεση -με λιγο χρωμα επανω της- ουτε πολυ ψηλη ουτε ομως και πολυ κοντη. Μα δεν τις κοιταζω ποτε. Δεν θελω να παντρευτω. Στοιχιζει πολυ.
    -Χα! Αλλα αν παντρευοσουν, θα επαιρνες καποια με λιγο χρωμα και λεπτη μεση.
    Ο Ησαιας κοιταξε χαμογελωντας τον Ελμερ. Ειχε περιγραψει με τοση ακριβεια την Τζιλιαν.
    -Πουτιγκουλα; ειπε και προσφερε γενναιοδωρα στον Ελμερ αγνη, στερεα μαζα απο σταφιδες, λιπος, αυγα, μελασα και αλευρι, που ονομαζοταν "Κυριακατικη Πουτιγκα"- ισως γιατι μονο κατα τη μεγαλη σχόλη της Κυριακης μπορουσε κανεις να τη χωνεψει.
    -Κι εμενα μου αρεσε παντα η δαχτυλιδενια μεση και το ροδαλο χρωμα, ειπε με ονειροπολο υφος ο Ησαιας. Ετσι ηταν η κυρα μου. Τον καιρο που την πηγα στην εκκλησια, δεν υπηρχε ωραιοτερη γυναικα σε ολοκληρη την περιοχη.
    Μια αδιορατη λαμψη περασε απο τα ματια του Ελμερ.
    -Φανταζομαι πως και η κορη σου θα της μοιαζει; ρωτησε ευγενικα.
    -Βεβαιως.
    -Ειναι ομορφη;
    -Ομορφουτσικη.
    -Που ειναι; Λειπει;
    -Ναι, για λιγο. Μπορει ομως και για περισσοτερο.
    -Αλλα θα γυρισει;
    -Χα!
    Ο Ελμερ τιναχτηκε αποκαλυπτοντας ετσι στον Ησαια τις σκεψεις που το "Χα!" του φαινεται να επληξε.
    -Ειναι στις θειες της, καταδεχτηκε να πει. Και θα μεινει μαζι τους για λιγο. Φαινεται πως εχει πολλους νεαρους εκει που τους αρεσει η λεπτη μεσουλα και το ροδαλο χρωμα.
    -Βγαινει με κανεναν;
    -Δεν ειναι κουτη. Θα καθησει στο σπιτι ωσπου να της πει ο πατερας της "βγες".
    Ο Ελμερ χαμογελασε. Στο χαμογελο του υπηρχε η μυστικη ευθυμια της νιοτης στη δικη της μασονια. Αυτος ο μεσηλικας μπορει να ηταν ο καλυτερος κτηνοτροφος της περιοχης, μπορει να ηταν δαιμονιος στο να κανει λεφτα, αλλα σχετικα με την κορη του, ο Ελμερ εκρινε πως ο ανθρωπος δεν ηξερε που παν τα τεσσερα. Δεν θα αργουσε να δει αν η μοναχοκορη του γερο-Λαβκιν θα καθοταν στο σπιτι αμα της ελεγε ο Ραλφ Ελμερ "ελα να βγουμε".
    -Εσενα ομως δεν σ'αρεσουν οι παντρειες, ειπε αργα ο Ησαιας' και ο Ελμερ κοκκινισε σαν παπαρουνα που ο αλλος φανηκε οτι καταλαβε τις μυχιες σκεψεις του.
    Ο Ησαιας ευχαριστηθηκε που κοκκινισε -ηταν μια ομολογια της δικης του υπεροχης. Ο Ραινταουτ θα 'βρισκε το δασκαλο του! Απαξ και αυτες οι σπιθες ελαμψαν στα ματια του Ελμερ, ο Ησαιας εκρινε οτι πολλα πραγματα -μαζι και κατι βοσκοι και γελαδαρηδες- θα υποχωρουσαν μπροστα στον φλογερο του ποθο να πετυχει το σκοπο του.
    (...)
    Η ερωτηση αν ιππευει του αποκαλυψε οχι μονο το μυστικο του Ρομπερτ αλλα και του Ησαια. Ο Ρομπερτ εμαθε να ιππευει τολμηρα για το χατιρι της κορης του Λαβκιν. Ο Ρομπερτ δηλαδη ηταν ερωτευμενος μαζι της. Ο Ησαιας εψαχνε εναν αλλον ιππεα που θα κερδιζε την καρδια της θυγατερας του. Αρα ο Ησαιας δεν ηθελε για γαμπρο του ενα γελαδαρη. Και η κοπελα; Προφανως το ιδανικο της θα ηταν ενας αντρας ακριβως σαν κι αυτον.
    Ετριψε απαλα το λεπτο πεταχτο σαγονι του, τα λαμπερα μαλλια του, τα μακρια, λεπτα ποδια του με την κομψη βελουδενια και δερματινη περιβολη τους, χαμογελωντας με ελαφρα κολακευμενη τη ματαιοδοξια του.
    "Να παρει ο διαολος!" ειπε. "Μωρε, θα τους τακτοποιουσα ολους καλα! Ευχαριστως θα προχωρουσα και θα κερδιζα κοριτσι, μεση, χρωμα, βιβλιαριο τραπεζης και ολα- μονο που..."
    Μια σκοτεινη, σκυθρωπη, πενθιμη εκφραση απλωθηκε πανω στο αυταρεσκο προσωπο του σαν συννεφο που προβαινει αργα αργα απο αγρια μαυρα βουνα και απλωνει τον βαρυ ισκιο του πανω απο μια ευημερουσα γαλακτοπαραγωγικη περιοχη.
    Spoiler

    Last edited by paddy honey; 01-05-2016 at 00:56.

  11. #671
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default Katherine Mansfield - Something Childish But Very Natural

    Μολις διαλεξε μια γωνιακη μερια στην τριτη θεση, στους "καπνιζοντες", εβγαλε το καπελο του και το εβαλε στη σχαρα των χειραποσκευων μαζι με το μεγαλο του μαυρο χαρτοφυλακα και τα γαντια που του ειχε χαρισει η θεια Β. τα Χριστουγεννα. Το βαγονι βρομοκοπουσε βρεγμενο καουτσουκ και καπνια. Ειχε δεκα λεπτα καιρο πριν ξεκινησει το τρενο κι ο Χενρυ αποφασισε να παει να ριξει μια ματια στον παγκο με τα βιβλια.
    (...)
    Ο Χενρυ ειχε μεγαλη αδυναμια στα βιβλια. Δεν ειχε διαβασει πολλα, ζητημα αν ειχε πανω απο μιση ντουζινα στην κατοχη του. Περιδιαβαινε, ομως, τα βιβλιοπωλεια της Τσερινγκ Κρος στο μεσημεριανο του διαλειμμα και οποτε του βρισκοταν ελευθερος χρονος στο Λονδινο. Ο αριθμος των βιβλιων με τα οποια ανταλλασε ενα νευμα αναγνωρισης ηταν εντυπωσιακος. Απο τον κομψο επιδεξιο τροπο που τα περιεργαζοταν κι απο την καλη επιλογη φρασεων οταν τα σχολιαζε με τον εναν και τον αλλο βιβλιοπωλη, θα ειχε κανεις την εντυπωση πως τον αναθρεψαν με εναν τομο ορθιο μπροστα στα στηθια της γκουβερναντας του την ωρα που τον ταιζε την κρεμα του. Αλλα μαλλον θα επεφτε εξω. Ηταν απλως ο τροπος του Χενρυ με οτιδηποτε αγγιζε η ελεγε. Εκεινο το απογευμα ηταν μια ανθολογια αγγλικης ποιησης και την ξεφυλλιζε ωσπου του χτυπησε στο ματι ενας τιτλος: Κατι παιδιαστικο μα τοσο φυσικο!
    (...)
    Δε χορταινε το ποιηματακι. Δεν ηταν τοσο οι λεξεις οσο ολη του η ατμοσφαιρα που τον μαγευε! Θα μπορουσε να το ειχε γραψει ο ιδιος, ξαπλωμενος στο κρεβατι, πολυ νωρις το πρωι, παρακολουθωντας τον ηλιο να χορευει στο ταβανι. "Ειναι γαληνιο, οπως αυτη η εικονα" σκεφτηκε ο Χενρυ. "Ειμαι σιγουρος πως το εγραψε καποια στιγμη που ηταν μισοκοιμισμενος, γιατι αποπνεει ενα χαμογελο ονειρου.
    (...)
    Συνεχιζοντας ομως να νιωθει τα ματια της επανω του, της εριξε ενα βλεμμα. Γρηγορα εκεινη γυρισε και κοιταξε εξω απο το παραθυρο και τοτε ο Χενρυ, προσεχοντας και την παραμικρη της κινηση, εξακολουθησε να κοιταζει. Ηταν καθισμενη κολλητα στο παραθυρο, με το μαγουλο και τον ωμο της μισοκρυμμενα απο ενα κυμα μακριων μαλλιων στο χρωμα του κατιφε. Ενα χερακι σε βαμβακερο γκρι γαντι κρατουσε αγκαλια μια δερματινη θηκη με τα αρχικα Ε.Μ. Ειχε γλιστρησει το αλλο της χερι κατω απο τον ιμαντα του παραθυρου και ο Χενρυ παρατηρησε ενα ασημενιο βραχιολι στον καρπο απ' οπου κρεμονταν ενα ελβετικο κουδουνακι, ενα ασημενιο παπουτσι και ενα ψαρι. Φορουσε πρασινο πανωφορι και καπελο με στεφανι ολογυρα. Ολα αυτα ο Χενρυ τα εβλεπε ενω ο τιτλος του καινουργιου ποιηματος ηταν καρφωμενος στο μυαλο του: Κατι παιδιαστικο μα τοσο φυσικο! "Υποθετω πως πηγαινει σε καποιο σχολειο στο Λονδινο" σκεφτηκε ο Χενρυ. "Μπορει να δουλευει σε γραφειο. Μπα, οχι, ειναι πολυ νεα. Εξαλλου θα ειχε τα μαλλια της μαζεμενα αν δουλευε. Δεν τα εχει καν τραβηξει πισω, να πεφτουν στην πλατη της". Δεν μπορουσε να παρει τα ματια του απο εκεινα τα υπεροχα κυματιστα μαλλια. "Τα ματια μου ειναι σαν δυο μεθυσμενες μελισσες...". Τωρα, αναρωτιεμαι, αυτο το διαβασα καπου η το εβγαλα απο το μυαλο μου;"
    Last edited by paddy honey; 14-05-2016 at 00:26.

  12. #672
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default ό.π.

    Υπαρχουν φορες που ενα τσιγαρο ειναι ακριβως το μονο πραγμα για να ξεπερασεις μια στιγμη. Πιο πολυ κι απο ενα δικο σου ανθρωπο, ειναι ενα κρυφο, τελειο φιλαρακι που ξερει τα παντα και δειχνει απολυτη κατανοηση. Καθως καπνιζεις το κοιταζεις απο ψηλα -χαμογελαστα ή σκυθρωπα, αναλογα με την περισταση-, εισπνεεις βαθια και διωχνεις τον καπνο, ξεφυσωντας αργα. Ηταν μια απ'αυτες τις στιγμες. Περπατησα μεχρι τη μανολια και τραβηξα μια βαθια ρουφηξια.

  13. #673
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default James Joyce - Ulysses

    Την παρατηρούσε καθώς γέμισε πρώτα το δοχείο που είχε για μέτρημα κι ύστερα έχυσε στην κανάτα πλούσιο άσπιλο γάλα, όχι δικό της. Γέρικα ζαρωμένα βυζιά. Ξανάχυσε άλλο τόσο και λίγο ακόμα. Γερασμένη και μυστική είχε μπει από έναν πρωινό κόσμο, πιθανόν ένας μαντατοφόρος. Επαινούσε τις αρετές του γάλακτος καθώς το έχυνε. Το χάραμα συμμαζεμένη πλάι στην υπομονετική αγελάδα στο εύφορο χωράφι, μάγισσα καθισμένη σ' ένα σκαμνί, ίδιο με μανιτάρι, τα ζαρωμένα χέρια της βιαστικά πάνω στις ρώγες.Το δροσομετάξινο κοπάδι έσκυβε πλάι της, σ' αυτήν που τη γνώριζε. Μεταξένιο κοπάδι και φτωχιά γριά, ονομασίες δοσμένες σ' αλλοτινούς καιρούς. Μια περιπλανώμενη γριά, ταπεινή μορφή μιας αθάνατης υπηρέτριας του κατακτητή και του ασυλλόγιστου διαφθορέα της, παλλακίδα και των δύο, μαντατοφόρος μέσα από το μυστηριακό πρωινό. Για να υπηρετεί ή για να επιτιμά: δεν γνώριζε να πει ποιο από τα δυό. Όμως δεν καταδεχόταν να της ζητήσει την εύνοια της.

    -Πράγματι, κυρά, είπε ο Μπάκ Μάλλιγκαν, χύνοντας γάλα στις φλιτζάνες τους.
    -Δοκίμασε, κύριε, είπε αυτή.
    Αυτός ήπιε με την πρότροπή της.
    -Αν μόνο μπορούσαμε να διατρεφόμαστε με τέτοια καλή τροφή σαν κι αυτή, της είπε με εντονότερη φωνή, τότε η χώρα δεν θα ήταν γεμάτη σάπια δόντια και σάπια στομάχια. Ζώντας σ'ενα βαλτότοπο, τρώγοντας φτηνή τροφή, με τους δρόμους στρωμένους σκόνη, κοπριές από άλογα και φτυσίματα φυματικών.
    -Είσαστε φοιτητής της ιατρικής, κύριε; ρώτησε η γριά.
    -Ναι, κυρά, απάντησε ο Μπακ Μάλλιγκαν.

    Ο Στήβεν άκουγε με περιφρονητική σιωπή. Σκύβει το γέρικο κεφάλι της μπροστά σε μια φωνή που της μιλάει δυνατά, τον κομπογιαννίτη ορθοπεδικό και τον εμπειρικό βοτανολόγο της' εμένα με αγνοεί. Και μπροστά στη φωνή που θα την εξομολογήσει και θα της αλείψει με λάδι όλο το κορμί, εκτός από τα ακάθαρτα μεριά της, επειδή είναι φτιαγμένη από τη σάρκα του άνδρα, αλλά όχι καθ' ομοίωσιν Του, αυτή η λεία του φιδιού. Και ακόμα μπροστά στη δυνατή φωνή που τώρα την προστάζει να είναι σιωπηλή με έκπληκτα ασταθή μάτια.

    -Καταλαβαίνεις τι λέει; τη ρώτησε ο Στήβεν.
    -Γαλλικά μιλάς, κύριε; ρώτησε η γρια τον Χέηνς.
    Ο Χέηνς της επανέλαβε εμπιστευτικά μια μεγαλύτερη φράση.
    -Ιρλανδικά, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν. Δεν ξέρεις ιρλανδικά;
    -Το κατάλαβα πως είναι ιρλανδικά, είπε αυτή, από τον ήχο τους. Είσαστε από τα δυτικά, κύριε;
    -Άγγλος είμαι, απάντησε ο Χέηνς.
    -Άγγλος είναι, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν, και νομίζει ότι στην Ιρλανδία θα' πρεπε να μιλάμε ιρλανδικά.
    -Και βέβαια θα 'πρεπε, είπε η γριά, και ντρέπομαι που εγώ δεν τα μιλάω. Κάποιοι που ξέρουν μου είπανε πως είναι σπουδαία γλώσσα.
    -Σπουδαία δεν θα πει τίποτα, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν. Εντελώς θαυμάσια. Κιντς, βάλε μας λίγο τσάι. Θέλεις ένα φλιτζάνι, κυρά;
    -Όχι, ευχαριστώ, κύριε, είπε η γρια, γλιστρώντας τη λαβή του γαλακτοδοχείου στο μπράτσο της και έτοιμη να φύγει.
    Της λέει ο Χεηνς:
    -Έχεις το λογαριασμό; Μάλλιγκαν, είναι καλύτερα να τον πληρώσουμε. Τι λες;

    Ο Στήβεν ξαναγέμισε τα τρία φλιτζάνια.

    -Το λογαριασμό, κύριε; είπε σταματώντας. Να, εφτά πρωινά από ένα μισόλιτρο, δύο πέννες το μισόλιτρο, μας κάνει ένα σελλίνι και δύο πέννες, και τρία πρωινά από μια λίτρα, έχουμε τρεις λίτρες, που μας κάνουν ένα σελλίνι και δύο πέννες, όλα μαζί δυό σελλίνια και δυό πέννες, κύριε.

    Ο Μπακ Μάλλιγκαν αναστέναξε και μπουκώνοντας το στόμα του με μια μπουκιά καλά βουτυρωμένη και από τις δυό μεριές, τέντωσε μπροστά τα πόδια του και άρχισε να ψάχνει στις τσέπες του παντελονιού του.

    -Πλήρωσε και ξένοιασε, του λέει ο Χέηνς χαμογελώντας.

    Ο Στήβεν γέμισε για τρίτη φορά τις φλιτζάνες, χρωματίζοντας απαλά το πλούσιο παχύ γάλα με μια κουταλιά τσάι. Ο Μπακ Μάλλιγκαν έβγαλε ένα φιορίνι, το έπαιξε ανάμεσα στα δάκτυλά του και φώναξε:
    -Θαύμα!

  14. #674
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default George Eliot - Middlemarch

    "We are all of us born in moral stupidity, taking the world as an udder to feed our supreme selves: Dorothea had early begun to emerge from that stupidity, but yet it had been easier to her to imagine how she would devote herself to Mr. Casaubon, and become wise and strong in his strength and wisdom, than to conceive with that distinctness which is no longer reflection but feeling — an idea wrought back to the directness of sense, like the solidity of objects — that he had an equivalent centre of self, whence the lights and shadows must always fall with a certain difference."

    "Γεννιόμαστε όλοι μας μέσα σε ηθική βλακεία πιστεύοντας οτι ο κόσμος είναι ένας μαστός για να τρέφει το υπερεγώ μας. Η Δωροθέα είχε αρχίσει να ελευθερώνεται νωρίς απ' αυτη τη βλακεία, ωστόσο, της ήταν βολικότερο να κάθεται να συλλογίζεται πώς να αφοσιωθεί στον κ. Κάζομπον και να γινει σοφή και δυνατή με τη βοήθεια της δικής του δύναμης και σοφίας, αντί να συλλάβει με τη σαφήνεια οχι πια της σκέψης αλλά του συναισθήματος -ιδέα που ανάγεται στην αμεσότητα των αισθήσεων, όπως η στερεότητα των αντικειμένων- ότι κι αυτός είχε ένα ισότιμο συνειδησιακό κέντρο απ' όπου το φως και οι σκιές πρέπει πάντα να πέφτουν κάπως διαφορετικά."

    μετάφραση: Κλεοπάτρα Λεονταρίτου

  15. #675
    problem child
    Join Date
    Feb 2016
    Location
    τάξη
    Posts
    1,476

    Default -"-

    Doubtless some ancient Greek has observed that behind the big mask and the speaking-trumpet, there must always be our poor little eyes peeping as usual and our timorous lips more or less under anxious control.

    Κάποιος αρχαίος Έλληνας, αν δεν απατώμαι, είχε παρατηρήσει ότι πίσω από το τεράστιο προσωπείο και τον τηλεβόα κρύβονται πάντα τα καημένα μας τα ματάκια που κρυφοκοιτάζουν όπως συνήθως και τα φοβητσιάρικα χείλη μας λίγο πολύ υπό αγωνιώδη έλεγχο.

    (...)

    Lydgate was less flattered by his advantage over the Middlemarch Orlandos than he was annoyed by the perception of Mrs. Bulstrode’s meaning. She felt that she had spoken as impressively as it was necessary to do, and that in using the superior word “militate” she had thrown a noble drapery over a mass of particulars which were still evident enough.

    Ο Λύντγκεητ δεν κολακεύτηκε τόσο από την υπεροχή του έναντι των Ορλάνδων του Μίντλμαρτς, όσο ενοχλήθηκε από τους υπαινιγμούς της κυρίας Μπούλστροντ. Αυτή θεώρησε ότι τα λόγια της είχαν κάνει τη δέουσα εντύπωση και ότι χρησιμοποιώντας την ανώτερης ποιότητας λέξη "αντιστρατεύεται" είχε ρίξει ένα ευγενικό πέπλο πάνω από ένα σωρό λεπτομέρειες, που παρ' όλα τούτα ήταν ακόμα αρκετά προφανείς.

    (...)

    Poor Rosamond lost her appetite and felt as forlorn as Ariadne — as a charming stage Ariadne left behind with all her boxes full of costumes and no hope of a coach.
    There are many wonderful mixtures in the world which are all alike called love, and claim the privileges of a sublime rage which is an apology for everything (in literature and the drama). Happily Rosamond did not think of committing any desperate act: she plaited her fair hair as beautifully as usual, and kept herself proudly calm.

    Η καημένη η Ροζαμούνδη έχασε την όρεξή της και βρισκόταν σε απόγνωση σαν μια γοητευτική Αριάδνη του παλκοσένικου, εγκαταλειμμένη με όλα της τα μπαγκάζια γεμάτα ενδυμασίες ρόλων και δίχως ελπίδα για ένα αμάξι.
    Υπάρχουν στον κόσμο πολλά εκπληκτικά μίγματα που τα αποκαλούμε συλλήβδην έρωτα και διεκδικούν τα προνόμια μιας υψηλής μανίας, η οποία (στη λογοτεχνία και το δράμα) αποτελεί δικαιολογία για κάθε είδους τρέλα. Ευτυχώς η Ροζαμούνδη δεν σκέφτηκε να διαπράξει τίποτε απονενοημένο: έπλεκε τα ωραία της μαλλιά το ίδιο όμορφα όπως πάντα και διατηρούσε την ίδια υπερήφανη ηρεμία της.

    (...)

    The felicitous word “demise,” which had seasonably occurred to him, had raised his spirits even above their usual evening pitch. The right word is always a power, and communicates its definiteness to our action.

    Ο επιτυχής όρος "κατάληξη", που του είχε έρθει στο νου πάνω στην κατάλληλη ώρα, είχε ανεβάσει τα κέφια του πάνω από τα συνηθισμένα βραδινά τους επίπεδα. Η σωστή λέξη είναι πάντα δύναμη και μεταδίδει τη σαφήνεια της στην πράξη μας.
    Last edited by paddy honey; 08-08-2016 at 16:27.

Similar Threads

  1. The Godfather Thread
    By blackbird in forum Cinema/DVD/TV/Θέατρο
    Replies: 65
    Last Post: 17-10-2012, 16:26
  2. Apospasmata Berzerk
    By carheart in forum Literature
    Replies: 0
    Last Post: 20-07-2008, 20:59
  3. Request Thread
    By Vicotnik in forum Music Discussion
    Replies: 6
    Last Post: 12-11-2007, 00:38
  4. The Now Downloading Thread
    By metamelia2 in forum General Discussion
    Replies: 4
    Last Post: 19-11-2005, 04:24
  5. The I'm Looking For/Trade Thread
    By metamelia2 in forum Music Discussion
    Replies: 4
    Last Post: 06-07-2005, 20:36

Tags for this Thread

Posting Permissions

  • You may not post new threads
  • You may not post replies
  • You may not post attachments
  • You may not edit your posts
  •