Αλεπούδες που κινούνται στα κλεφτά και κάποιοι δειλοί κοπρίτες είναι η αποψινή κυκλοφορία που θροΐζει στις αυλές και τους δρόμους. Μια μοτοσυκλέτα έξω στον κεντρικό δρόμο, μουγκρίζοντας με θράσος σαν πολεμικό αεροπλάνο, προσπερνά το χωριό, τραβώντας για το Λονδίνο. Τα μεγάλα μπαλόνια αιωρούνται στον ουρανό σα μαργαριτάρια, και ο αέρας είναι τόσο ακίνητος που το λίγο χιόνι αυτού του πρωινού κάθεται ακόμα πάνω στα ατσάλινα καλώδια, σαν λευκή σπείρα ενός ζαχαρωτού μέντας που κατεβαίνει μέσα σε χιλιόμετρα νύχτας. Και οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να κοιμούνται στα άδεια σπίτια εκεί, άνθρωποι χαμένοι, κάποιοι για πάντα … ονειρεύονται άραγε πόλεις που φωτοβολούν με λάμπες τη νύχτα, Χριστούγεννα ιδωμένα πάλι με μάτια παιδιών κι όχι προβάτων στριμωγμένων και ευάλωτων στην γυμνή τους πλαγιά, ξασπρισμένων από τη φρικτή ακτινοβολία του Αστεριού; ή τραγούδια τόσο εύθυμα, τόσο όμορφα κι αληθινά που δεν μένουν στη μνήμη με το ξύπνημα … όνειρα για ειρήνη….
«Πώς ήταν; Πριν τον πόλεμο;» Ήξερε ότι ζούσε τότε, ήταν παιδί, αλλά δεν εννοεί αυτό. Ραδιόφωνο, στατικός θόρυβος, οι Παραλλαγές σ’ ένα Θέμα τού Φρανκ Μπριτζ σαν βούρτσα που ξεμπερδεύει το μυαλό στο BBC Home Service, ένα μπουκάλι Μοντρασέ, δώρο του Πειρατή, να δροσίζεται στο παράθυρο της κουζίνας.
«Ναι, κοίταξε», λέει με τη σπασμένη φωνή του γέρικου στραβόξυλου, ένα τρεμάμενο χέρι απλώνεται για να ζουλήξει το στήθος της με τον πιο πρόστυχο τρόπο που ξέρει, «κοριτσάκι, εξαρτάται ποιον πόλεμο εννοείς», και να ‘το που ‘ρχεται, γκουχ, γκουχ, σάλιο αναβλύζει από τη γωνία του κάτω χείλους του και κυλάει και στάζει σε μια ασημιά ίνα, είναι τόσο έξυπνος, έχει προβάρει όλα αυτά τα αηδιαστικά μικρο―
«Μην κοροϊδεύεις, μιλάω σοβαρά, Ρότζερ. Δε θυμάμαι». Βλέπει λακκάκια να εμφανίζονται στις δυο πλευρές του στόματός του καθώς το σκέφτεται, χαμογελώντας της με περίεργο τρόπο. Έτσι θα ‘ναι όταν γίνω τριάντα … αναλαμπή: πολλά παιδιά, κήπος, ένα παράθυρο, φωνές Μαμά, τι … αγγούρια και καφετιά κρεμμύδια έτοιμα να κοπούν στο τραπέζι, άνθη άγριου καρότου να γίνονται φωτεινά κίτρινα στίγματα σε μια έκταση βαθυπράσινου γρασιδιού και η φωνή του―
«Αυτό που εγώ θυμάμαι είναι ότι ήταν ανόητα. Αποπνιχτικά ανόητα. Τίποτα δεν συνέβαινε. Α, παραιτήθηκε ο Εδουάρδος ο όγδοος. Ερωτεύτηκε την―»
«Αυτό το ξέρω, διαβάζω περιοδικά. Αλλά πώς ήταν;»
«Απλώς … διάολε, ανόητα, αυτό. Ασχολιόμασταν με πράγματα που δεν ― Τζες, όντως δεν θυμάσαι;»
Παιχνίδια, ποδιές, φίλες, μια μαύρη κεραμιδόγατα με λευκά ποδαράκια, διακοπές όλη η οικογένεια στην παραλία, αρμύρα, τηγανητά ψάρια, βόλτες με το γάιδαρο, ροδακινί ταφτάς, ένα αγόρι που το έλεγαν Ρόμπιν…
«Τίποτα που να έχει χαθεί, που να μη μπορώ να ξαναβρώ».
«Μάλιστα. Ενώ οι δικές μου αναμνήσεις―»
«Ναι;» Χαμογελούν κι οι δυο.
«Κάποιος έπαιρνε πολλές ασπιρίνες. Κάποιος έπινε και μεθούσε όλη την ώρα. Κάποιος ανησυχούσε αν θα πετύχαινε να ταιριάξει τα πρωινά του κοστούμια. Κάποιος περιφρονούσε τις υψηλές τάξεις αλλά προσπαθούσε απελπισμένα να συμπεριφέρεται όπως εκείνες…».
«Και κάποιος φώναζε γιούπι, γιούπι, γιούπι, σ’ όλο το δρόμο―» η Τζέσικα ξεσπά σε χαχανητά καθώς εκείνος πάει να αγγίξει το σημείο εκείνο στα πλευρά της που ξέρει ότι δεν μπορεί να αντέξει στο γαργαλητό. Καμπουριάζει, στριφογυρίζει, τον αποφεύγει καθώς εκείνος πάει από την άλλη μεριά, πέφτει από το σοφά αλλά αμέσως σηκώνεται, και τώρα πια εκείνη γαργαλιέται παντού, μπορεί να την αγγίξει στον αστράγαλο, τον αγκώνα―
Αλλά μια ρουκέτα πέφτει ξαφνικά. Μια φοβερή έκρηξη αρκετά κοντά έξω από το χωριό: ολόκληρη η υφή του αέρα, του χρόνου, έχει μεταβληθεί ― το δίφυλλο παράθυρο πιέστηκε προς τα μέσα, και επανήλθε μ’ ένα ξύλινο τρίξιμο στη θέση του, ενώ το σπίτι ακόμα τρέμει.
Οι καρδιές τους χτυπάνε βαριά.Τα τύμπανα των αυτιών τους τεταμένα από την υπερπίεση βουίζουν με πόνο. Το αόρατο τρένο απομακρύνεται περνώντας μόλις πάνω από τη στέγη….
Κάθονται ακίνητοι τώρα σαν τα ζωγραφισμένα σκυλιά, σιωπηλοί, ανίκανοι να αγγίξουν ο ένας τον άλλο. Ο θάνατος έχει μπει από την πόρτα του κελαριού: στέκεται και τους κοιτάζει, σιδερένιος και υπομονετικός, μ’ ένα βλέμμα που λέει
για προσπάθησε να γαργαλήσεις εμένα.