Στο μπαλκόνι είχε μια σακούλα με μισοκαθαρισμένα σπανάκια και μια παντόφλα. Κάτω, στην τσιμεντοστρωμένη αυλή, έξι μέτρα απόσταση από το χαμηλό κάγκελο του πατρικού μου, βρήκαμε την άλλη παντόφλα, ένα στραβωμένο μαχαίρι και το αίμα της. Ανεβήκαμε πάλι. Δεν έστεκε τίποτα. Σπανάκι, παντόφλα, μαχαίρι, αίμα. Έπεσε; Την έριξε κάποιος; Θα το μαθαίναμε, άραγε; Θα ζούσε να μας πει την ιστορία ή θα μέναμε με την απορία για πάντα;

Πιο πολύ ενδιαφέρονταν οι μπάτσοι. Διακριτικά, εννοείται, «να περάσει η δύσκολη νύχτα και ελάτε από αύριο για κατάθεση». Ποιος να την έριξε, ποιον εχθρό είχε αυτή η γυναίκα. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε οτιδήποτε. Γυρίσαμε σπίτι από το νοσοκομείο ξημερώματα, «πηγαίνετε σπίτι και ελάτε πάλι κατά τις εννιά που θα ξέρουμε περισσότερα». Χάραζε. Πήρα το λάστιχο και έπλυνα τα αίματα από την αυλή. Δύσκολη ώρα, να καθαρίζεις το αίμα της μάνας σου, αν και η εμπειρία αποδείχτηκε λιγότερο τραυματική απ’ όσο φανταζόμουν -ήταν σα να πλένω το δικό μου αίμα.

Η κυρά-Σταυρούλα κλείνει σήμερα 62 χρόνια ζωής. Έντεκα περισσότερα από όσα της έδιναν οι γιατροί εκείνη τη ζόρικη νύχτα, που στην ερώτηση της αδερφής μου «θα ζήσει» απάντησαν «50-50», αλλά σ’ εμένα που με έβλεπε ψυχραιμότερο με κοίταξε στα μάτια μία από την ομάδα που μας είχε πάρει στο γραφειάκι τους και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι». Λίγες ώρες πριν είχα επιστρέψει από Λάρισα, είχα διαλύσει το κορμί μου και πίστευα πως χρειάζομαι μια βδομάδα ξάπλα για να συνέρθω, αλλά τι σου είναι το ανθρώπινο σώμα, με το που έσκασε το τηλέφωνο «τρέξε να την προλάβεις» τσιτώθηκε κάθε μυς, έγινα υπεράνθρωπος και πόνο δεν ένιωθα πουθενά.

Βάλαμε μια ταινία του Βέγγου. Αυτή ήταν η αντίδρασή μας στην αναμονή αν θα ζήσει ή θα πεθάνει η μάνα μας. Εκτός από τους δεσμούς του αίματος, μας ένωνε η μεγάλη μας αγάπη για τον Θου-Βου από τότε που ήμασταν πιτσιρίκια, παρέα βλέπαμε οι τρεις μας όποτε έπαιζε η τηλεόραση τις ταινίες του, το μοναδικό παρατσούκλι που είχα ποτέ στο σπίτι ήταν αυτό: «Βέγγος», έτσι με φώναζε από τότε που με θυμάμαι, έβλεπε στο γιο της την ίδια παλαβομάρα με τον αγαπημένο μας ήρωα. Δεν κοιτάζαμε στην τηλεόραση, αλλά μας άρεσε να παίζει ο Θανάσης ο Πολυτεχνίτης, που άλλαζε χίλια επαγγέλματα και πουθενά δε στέριωνε, όσο μετρούσαμε τα λεπτά για να ξαναγυρίσουμε στο νοσοκομείο.

«Αν συνεχιστεί κι άλλο το πρήξιμο δεν θα μπορεί να ανασάνει και θα τη χάσουμε». Είχε πέσει με το σαγόνι από τα έξι μέτρα στο τσιμέντο, είχε γίνει θρύψαλα το μισό της πρόσωπο, είχαν πρηστεί τα πάντα στο λαιμό της εσωτερικά, την κρατούσαν με το ζόρι και με προσευχές. «Είναι θέμα οργανισμού». Και πάνω στην αγωνία μας, στο πιο βασανιστικό πρωινό που είχαμε περάσει στη ζωή μας ως τότε, μας ήρθε και η κατραπακιά: «Σουρωμένη ήταν, βρωμούσε ουίσκι η μάνα σας». Κι εκεί χάσαμε κάθε εμπιστοσύνη στο γιατρό, που έτυχε και συγγενής αλλά δεν το ξέραμε τότε: Σουρωμένη η μάνα μας, που έχω να τη δω να πίνει από το 1981 που βγήκε το ΠΑΣΟΚ και ήπιε μισό ποτήρι λικέρ από κράνα, κάτι δεν πάει καλά με δαύτον, ο τύπος είναι επικίνδυνος. «Τα είχε πιει, γι’ αυτό έπεσε», είπε και μας άφησε να χάσκουμε, μπροστά σε όλο το σόι που είχε μαζευτεί για να μας απαλύνει τον πόνο.

Ως το μεσημέρι, το «50-50» είχε γίνει «μάλλον το ξεπερνάει» και ως το βράδυ «η μάνα σας κέρδισε τη μάχη» και τα σχετικά που ανακοινώνουν όλο χαρά οι νοσοκόμες όποτε σώνεται ένας άνθρωπος από τα χέρια τους και λάμπουν τα μάτια τους όταν σε κοιτάνε. Μπήκαμε στην εντατική, μας άφησαν στη ζούλα, παιδιά της είστε, είδαμε κάτι που έμοιαζε με άνθρωπο αλλά η μάνα μας ήταν, τη βλέπαμε ακόμα σαστισμένη κάτω από τα αίματα και τα πρηξίματα, το πρόσωπό της διπλό από το χτύπημα στο τσιμέντο, η μάνα μας, ζωντανή, χαιρόταν με τα μάτια, το μόνο πράμα που ήταν ανέγγιχτο στο κορμί της, ανάμεσα στα σωληνάκια, τις γάζες, τη μαυρίλα στο υπόλοιπο σώμα της. «Χάλια την έκανες την αυλή, πρέπει να ξαναρίξουμε τσιμέντο», της είπα. Γέλασε. Πόνεσε. Ξαναγέλασε.

Άρχισε να μου γράφει στην παλάμη με το δάχτυλό της. Γάμα. Άλφα. Ταυ. Άλφα. «Γάτα». Δεν μπορούσα να καταλάβω, ακόμα κι έτσι έγραφε καλλιγραφικά, με τα παιδικά της γράμματα που ποτέ δεν άλλαξε, τα γράμματα από τα σημειώματα που άφηνε όταν έφευγε στις δύο το πρωί για τη δουλειά πού έχει φαγητό και να μην ξεχάσουμε να πιούμε γάλα και να πάρουμε ζακέτα για το σχολείο. Κι όμως, συνεννοηθήκαμε. Καθάριζε το σπανάκι, ήρθε η γάτα από κάτω, πήγε να της πετάξει φαγητό όπως κάθε βράδυ, γλίστρησε η παντόφλα, έφυγε από το μπαλκόνι με τα μούτρα. Με το μαχαίρι στο χέρι, δεν τ’ άφησε μέχρι που έσκασε το σαγόνι της στο τσιμέντο. Και το ουίσκι; Όμικρον. Χι. Γιώτα. Ο γιατρός είπε πως είχες πιει, τι βλακείες μας λέει. Δέλτα. Έψιλον. Νι. Πι. Γιώτα. Νι. Ωμέγα. Εμείς το ξέρουμε, στον γιατρό να το πεις.

Έκλαιγε. Μην κλαις, θα μας διώξουν αν σε ταράζουμε. Ξαναπήρε το χέρι μου. Έψιλον. Γάμα. Γάμα. Όμικρον. Νι. Άλφα. Κάπα. Γιώτα. Δεν τσιγκουνεύτηκε δυο γράμματα παραπάνω. Τώρα το θέλεις το εγγονάκι; Έξω είναι η νύφη σου, να την πάρω και να την πέσουμε σε κανένα κρεβάτι στο νοσοκομείο; Γέλασε πάλι. «Ναι», έγνεψε. Θα το ‘χεις και το εγγονάκι, μη σκέφτεσαι τέτοια τώρα, τώρα πρέπει να πολεμήσεις για να το χαρείς το εγγονάκι, εντάξει; Εντάξει. Δεν πέρασε καιρός και της πήγαμε δώρο το τεστ εγκυμοσύνης: «Εγώ τις υποσχέσεις μου τις τηρώ». Και μετά, άλλα τρία, από δυο ο καθένας μας, να έχει να καμαρώνει.

(συνεχίζεται από κάτω επειδή όριο λέξεων στα ποστς)