TPITH AΠOΨH
H ζωή σαν τιμολόγιο
Πόσο κοστίζουν σήμερα οι «αποδράσεις»;
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ
Από όλες τις μεριές φθάνουν οι κακές ειδήσεις: «Αύξηση στα καύσιμα», «Έρχεται κύμα ακρίβειας», «Θα οξυνθεί το πρόβλημα της ανεργίας». Νέα που βάφουν μελανό τον ορίζοντα και δεν αφήνουν ούτε ένα μικρό άνοιγμα για αποχρώσεις ευοίωνες.
Να όμως που κάποιος μπορεί να βαδίζει στον δρόμο και να δει ξαφνικά (όπως είδα) γραμμένο σ' έναν τοίχο στα Εξάρχεια: «Δεν υπάρχει η πραγματικότητα». Είναι γραμμένο με κατάμαυρη μπογιά. Προφανώς από τα τρεμάμενα δάχτυλα ενός περιθωριακού. Ή ίσως κι από το χέρι ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας που αισθάνεται ότι σπρώχνεται στην άκρη, έξω από αυτό που ισχύει. H πραγματικότητα. Δηλαδή οι δυσκολίες, οι έγνοιες, γνωστά πράγματα που φυσικά ο Έλληνας δεν τα αντιμετωπίζει για πρώτη φορά. Βέβαια, κανένας πολιτικός, ή όποιος άλλος, δεν τολμά να μιλήσει σήμερα για θυσίες. Αυτή η έκκληση από τα πάνω της ιεραρχίας προς τα κάτω ξέφτισε επειδή δεν συνδέθηκε πειστικά μ' ένα υψηλότερο σχέδιο. Οι εθνικοί στόχοι δεν ήταν αρκετά συναρπαστικοί για να ξεχάσουν τα πλήθη τις άμεσες ορέξεις τους.
Επομένως, στ' αλήθεια, η πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη, κι αυτό δεν είναι καθόλου αξίωμα βουδιστών. Σε χώρα αναβρασμού βρισκόμαστε και ποτέ ώς τώρα η αναχώρηση από τα εγκόσμια δεν βρήκε εδώ μεγάλη απήχηση. Στο ποσοστό αυτοκτονιών η Ελλάδα είναι τελευταία στην Ευρώπη. ’ρα στη ριζική φυγή λέμε ακόμη όχι. Ωστόσο, λέμε όλο και συχνότερα ναι σε άλλες, λιγότερο δραστικές, μορφές άρνησης. Σχετικά στοιχεία δείχνουν πόσο πολύ τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε η κατανάλωση οινοπνεύματος, ηρεμιστικών και η χρήση ναρκωτικών.
Αν ο κάποτε αγωνιστικός και επίμονος άνθρωπος σ' αυτόν τον δύσβατο τόπο αρχίζει να κάμπτεται και να αναζητά τέτοιου είδους στηρίγματα, τότε η αλλοιωμένη ψυχή θα επιδράσει κατευθείαν στο σώμα της οικονομίας, του κράτους, της αγοράς εργασίας. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα από ερεθιστική, προκλητική ή ζόρικη, όπως ήταν, θα γίνει απλώς μισητή.
Το βλέπουμε ήδη πως πάμπολλοι σέρνονται πηγαίνοντας για τη δουλειά τους και σχεδόν το ίδιο τους συμβαίνει όταν δραπετεύουν στη διασκέδαση. Δραπέτες που γκρινιάζουν καθώς ξεκινάνε, δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο. Αποφασισμένοι κάποιες νύχτες να το ρίξουν έξω, όμως αυτό το έξω περιλαμβάνει το πρόβλημα της μετακίνησης, του πάρκινγκ, του τσουχτερού λογαριασμού, της αμφιβολίας για το αν εκεί που θα πάνε είναι καλύτερα από κάπου αλλού.
Όπως και ο εργάσιμος χρόνος, έτσι και ο ελεύθερος υπόκεινται πλέον σε περιορισμούς που αφορούν το κόστος, την απόδοση, το όφελος. Μεγαλύτερη κούραση δεν υπάρχει από το να πρέπει κανείς να μετράει «τι έβγαλε» από μια βραδιά σε ταβέρνα ή στο σινεμά. Ο λογιστικός άνθρωπος είναι το πιο μοντέρνο θύμα της βιομηχανίας της διασκέδασης.
Έτσι η μία μετά την άλλη οι διάφορες έξοδοι από τη ρουτίνα ελέγχονται, στενεύουν. Μένει η καταφυγή στη φαντασία. Είναι το παραδοσιακό προνόμιο των καλλιτεχνών, αυτό βεβαιώνει η ιστορία του πολιτισμού. Απ' αυτή την άποψη είναι αξιοπρέσεκτο το ότι πολλοί νέοι στρέφονται σε καλλιτεχνικά επαγγέλματα. Ιδιαίτερα στο θέατρο η προτίμησή τους έχει πάρει τις διαστάσεις υποκατάστατου κάθε άλλης δράσης ή εμπειρίας. Όταν παίρνεις έναν ρόλο, παύεις να σκέφτεσαι το αν είσαι γυμνός και τρωτός απέναντι στους άλλους. Σε θωρακίζει ο ρόλος και επιβιώνεις για λίγο χάρη σ' αυτόν.
Για τους νεώτερους υπάρχουν λοιπόν ακόμη τέτοιες διαφυγές. Δεν προσφέρονται όμως και στους μεγαλύτερους. Όποιος, για παράδειγμα, παραδοθεί σε νοερά ταξίδια, θεωρείται εκτός τόπου και χρόνου. ’λλοτε, ο φαντασιόπληκτος, ο μυθομανής, ο αφηγητής που παραφούσκωνε τα περιστατικά ή και τον εαυτό του με καυχησιές, ήταν από ανεκτός έως επιθυμητός (γιατί διήγειρε την παρέα).
Σήμερα είναι σχεδόν απόβλητος. Θέλετε μήπως να μιλήσετε για τα όνειρά σας, τις φευγαλέες σκέψεις σας, τις γλυκές παραισθήσεις σας; Μπορείτε να το κάνετε. Μόνοι σας όμως, μόνοι σας στο ωραία επιπλωμένο σας άσυλο.
Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΤΑ ΝΕΑ , 14-10-2004 , Σελ.: N06
Κωδικός άρθρου: A18064N062
ID:437170