Ξεχνάς το μέτρημα, αλλά πάντως υπολογίζεις 30 και μπορεί μερικά ακόμα. Θα πρέπει να είναι βδομάδες που βρέχει, ακατάληπτο το πόσες ακριβώς καθώς κοιμάσαι και ξυπνάς στην ίδια θέση σε αυτόν τον καναπέ, με κανένα κιρκάδιο κανόνα. Δουλεύεις και πίνεις και τρως και καπνίζεις και πίνεις, τρως και δουλεύεις και καπνίζεις.

Πέρα απ' το τζάμι σε αυτή την καταραμένη συστάδα τσιμέντου είναι η ελάχιστη απόδειξη ότι εκτείνεται και άλλος κόσμος πέρα από το γραφείο. Ίσως κάποτε εδώ είχε έπιπλα από σφένδαμο που υπέκυπταν από σωρούς με έγγραφα σημαντικά και σφραγίδες, δερμάτινες πολυθρόνες παντρεμένες με ξύλο και ότομαν. Πούρα στα τασάκια σταμπωμένα από τα κραγιόν. Παχυλά σώματα χρηματιστών και υπευθύνων παραγωγής ντυμένα με γιλέκα και ακριβά υφασμάτινα κοστούμια που θωπεύουν λιγνά κορμιά υφισταμένων. Εποχές δόξης. Τώρα πάντως είναι το Γραφείο: αυτή η τρώγλη, περίπου εντελώς άδειο, το γεμίζει ένας μόνιμος καπνός από το τσιγάρο και απροσδιόριστες κατασκευές από ευρωπαλέτες και OSB, καθιστικά απ' τα σκουπίδια και θρανία από χαρτόνι και μελαμίνες, πατέντες μαζικής παραγωγής με φτηνό θειοκυανούχο αμμώνιο. Τελευταίος όροφος στην ακατοίκητη τσιμεντένια πυραμίδα, δίπλα σε άλλες τσιμεντένιες πυραμίδες, μια τσιμεντένια δομή επίθεσης, καταρχήν στο έδαφος και μετά στον ουρανό που αχνοφαίνεται πίσω από τις κεραίες στις απροσπέλαστες κορυφογραμμές του μπετόν. Γραμμές φωτός τροχιοδρομούν άδειους δρόμους που απλώνονται στις παρυφές των τετραγώνων, καταλήγουν σε μια συσκοτισμένη αγορά, που πιο παλιά την λέγαν Κάνιγγος. Ή κάτι τέτοιο.

Διάβολέ μου, θα σου έλειπε μια κάποια καμπαρντίνα και κάποιο γαμημένο φθαρμένο σακάκι, σκέφτεσαι κοιτώντας την ξερακιανή φιγούρα στην αντανάκλαση στο τζάμι, για να ήσουν ένας Tex Murphy, Saul Goodman, Henry Dorsett Case. Tουλάχιστον ένας Κύριος Χουίτης της κάποιας cyberpunk λογοτεχνίας. Κι αυτή η Σ. Ω, η Σ! Θυμάσαι; Αλήθεια, πώς πέθανε; Μήπως την σκότωσα; Ω, θεέ μου.

Πιο καταπραϋντικό στην ανήσυχη τελευταία σκέψη κι από αυτά τα χάπια συμπυκνωμένης βουσπιρόνης είναι το τελευταίο γυάλινο ποτήρι του γραφείου που πληρώνει το χέρι σου. Κατεβάζεις μια γουλιά, το δριμύ ουίσκι ζεσταίνει το κρύο σώμα, σαν οικείο άγγιγμα, σαν απαλό αστείο του Onibocho. Γελάς με την σκέψη, καθώς σουφρώνεις τα χείλη για να επενδύσεις τη γεύση ρουφώντας βαθιά από την κάφτρα του τσιγάρου. Το ράδιο είναι ακόμα ανοιχτό; Θα πρέπει να παίζει για ώρες και όμως τώρα το πρόσεξες, είναι αυτός ο αλλόκοτος παλιός σταθμός από τα ανατολικά, στην ελύσια συχνότητα που μόνο εσύ ακούς.



Με την τέταρτη μηχανική φορά του χεριού, καθώς φέρνει το τσιγάρο στα χείλια, μια παράξενη θύμιση ότι υπήρχε κάτι πριν από όλο αυτό το μπετόν προσπερνάει τη ράθυμη ύπαρξη. Αυτό το παλιομοδίτικο rhodes και εκείνο το σαξόφωνο. Είναι αυτό που στα ανατολικά της πόλης λέγαμε Saudades; Ή όντως υπήρξε; Ανακαλείς. Πολύ πριν ταξιδέψουμε εδώ. Κάποτε το ράδιο αυτό μας συντρόφευε σε μια καλή εποχή. Χιλιάδες, αμέτρητα ήταν τα κανάλια. Και έσφηζε από ζωή. Πώς το λέγαν; Ηλεκτρικό Ρέκβιεμ; Ή κάπως έτσι.



Ατμίζεις και πίνεις σκεπτικός. Τι σκατά είναι αυτό που παίζει; Διάβολέ μου, για αρχή χρειάζεσαι να ξεμεθύσεις ή μερικά ακόμη σαν κι αυτό.