Οι αυτόκλητοι Χιλιανοί σωτήρες του doom metal χτυπούν για τρίτη φορά, με το πρώτο τους full-length. Σαράντα έξι λεπτά αδυσώπητου θρηνώδους αποκαλυπτικού σκληρού ήχου στοιχειοθετούν το χτύπημα. Πρώτοι στο ER θα διαβάσετε για το δίσκο που θα σάς σερβίρει το scalp σας στο πιάτο.
Hyperion: O δίσκος ξεκινά και οι προσδοκίες είναι υψηλές. Το αυτί πιάνει κατευθείαν φωνητικά δάνεια από τους Ρώσους ήρωες Scald. Το κομμάτι είναι καθαρώς εισαγωγικό με μικρή διάρκεια, παρόλα αυτά είναι δουλεμένο στην εντέλεια, ενώ προς το τέλος ακούγονται κάποιες κιθαριστικές φράσεις που θυμίζουν το “New Dark Age”. Κι όσο νυχτώνει η καύλα μεγαλώνει…
Destroyers of the Faith: Εισαγωγικό πέρασμα με μπάσο στα βήματα των μαστόρων της σκηνής. Μάλλον πρόκειται για το πιο up-tempo και ζωηρό κομμάτι του δίσκου, κρινόμενο ύστερα από προσεκτική συνολική ακρόαση. Το ύφος είναι αρκετά κοντά στο φρέσκο υλικό του περσινού “The Cult of Disease” (στα τρία πρώτα κομμάτια, δηλαδή). Το σημείο που λειτουργεί σαν refrain τα σπάει κανονικότατα. Doooοοοm!!!
The Road to Gravegarden: Ανοίγει με ένα “Between the Hammer & the Anvil” δάνειο. Συνεχίζει με τις πιο πεντατονικές ίσως ιδέες ολόκληρου του δίσκου. Θυμίζει αρκετά ως εκ τούτου Reverend Bizarre, Spiritus Mortis και Lord Vicar. Οι αργές ταχύτητες στο πρώτο μισό της σύνθεσης δίνουν τη σκυτάλη στο μπάσο και, τελικά, το κομμάτι ολοκληρώνεται με ένα επίμονο καταληκτικό μουσικό όργιο.
Chants of the Nameless: Η σύνθεση της χρονιάς μπαίνει με ένα υπέρβαρο riff και με φωνητικά που φέρνουν στο μυαλό τους Griftegard. Ξέρετε, τραγουδιστά μέρη όπου σκέφτεσαι τον τραγουδιστή να λιώνει κανονικά καθώς τα ερμηνεύει. Αργά, πολύ αργά εξελίσσονται τα πράγματα στα τρεισήμισι πρώτα λεπτά. Και μετά; Warlord, ΔΙΑΟΛΕ!!! Ακούω καλά;; Τι είναι αυτό το riff; Από πού το ξεθάψατε, γαμώ την πουτάνα;! Ισοπέδωσις πάντων. Κιθαριστικά θέματα που οφείλουν τα μέγιστα στους Lordian Guard και τους Warlord εναλλάσσονται με θρηνωδίες και το αποτέλεσμα σε κάνει να πετάς στα ουράνια. Το δε solo είναι κλασική μουσική, υπογραμμίζοντας την ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ κιθαριστική δουλειά που διέπει ολόκληρο το album. Η μεγαλύτερη έκπληξη που άκουσα φέτος. Όσα heavy metal συγκροτήματα τσέκαρα τέτοια μελωδία δεν συνάντησα. Ανυπομονώ να διαβάσω στίχους.
Tomb of Doom: Μια ήπια εισαγωγή δίνει την θέση της στο πιο Candlemass-ικό σημείο του δίσκου. Το riff παίζεται όμως ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ αργά σε σημείο που η μπάντα «βαριέται» να groove-άρει. Στα μέσα του κομματιού μπαίνει ένας ρυθμός με δίκαση, ενώ η συνέχεια επιφυλάσσει μια ιδέα που είναι κοντά στο πρώτο riff, παρόλα αυτά το αίσθημα που αποκομίζεις αυτήν τη φορά είναι έντονα επικό με εύστοχα γυρίσματα στα τύμπανα, τα οποία μου θύμισαν το “Into glory Ride”. Το τέλος της σύνθεσης έρχεται με ένα μακρόσυρτο κιθαριστικό lead.
White Coffin: Ένα απαλό, πλην όμως λυρικότατο, άνοιγμα με μπάσο δίνει την θέση του σε ένα από τα πιο τεταμένα μέρη του δίσκου. Εντυπωσιακό σημείο που μου έφερε στο μυαλό τους Manilla Road και τους Holy Martyr (μην περιμένετε κάποια ξεδιάντροπη κλοπή ιδεών, μιλάμε πάντα για καλά φιλτραριμένες επιρροές). Γρήγορα αυτό το ξεσηκωτικό μέρος αντικαθίσταται από ένα οργανικό μουσικό θέμα το οποίο σε καθηλώνει με τις εναλλαγές στην ενορχήστρωση, οι οποίες με την σειρά τους υπογραμμίζουν την ουσία του ίδιου του riff. Ακόμη ένα κομμάτι του δίσκου που σου αφήνει έναν γνήσια επικό τόνο ως συνολική αίσθηση.
DOOM OR BE DOOMED!
edit: αν διαβάσει κανένας μοντεράτορας ας διορθώσει τον τίτλο του δίσκου σε "Destroyers of the Faith".