Η βασική μας παρατήρηση, όπως διατυπώθηκε στο προηγούμενο τεύχος, ήταν και είναι πως όλες οι φράξιες της μείζονος αριστεράς (και το ίδιο ακριβώς θα έκαναν κι εκείνες της ελάσσονος αν ήταν μέσα στο παλιό παλάτι - τελικά, μιας κι ακόμα δεν τα έχουν καταφέρει, περιορίστηκαν σε παροχή υπηρεσιών αποπροσανατολισμού “δρόμου”...) συμφώνησαν ότι η διατίμηση του εμπορεύματος των εμπορευμάτων, της εργασίας δηλαδή, καλώς και πρέπει να γίνεται σε επίπεδο “πολιτικής κορυφής”. Σε επίπεδο “κοινοβουλίου”, με όλα όσα ισχύουν γι’ αυτό, ότι δηλαδή απλά επικυρώνει τους σχεδιασμούς των λευκών ή των μαύρων αφεντικών. Συμφώνησαν, σα να λέμε, ότι α) η τιμή του εμπορεύματος εργασία υπόκειται στη γενική, “εθνική πολιτική”· και β) πως οποιοιδήποτε άμεσοι ταξικοί συσχετισμοί δύναμης, και κυρίως οποιαδήποτε άμεση προλεταριακή δυνατότητα επιμέρους ή γενικής ανατίμησης, (θα) τίθεται ουσιαστικά εκτός νόμου εάν δεν υπάγεται στους συσχετισμούς της “πολιτικής κορυφής”, της πολιτικής της εξουσίας. Οι ψήφοι “όχι” που έριξαν δεν συνιστούν κανενός είδους διαφωνία τους επί της ουσίας αυτής της επιλογής των αφεντικών! Αποτελούν μόνο εκδήλωση ενός φτηνού και συμβολικού καταμερισμού αρμοδιοτήτων μέσα στο ενιαίο κόμμα των αφεντικών, μέσα στο κράτος. Κι αυτό αποδεικνύεται πολύ απλά αφού, θέλοντας να κάνουν τα δικά τους παιχνίδια στα τραπέζια αυτής της “πολιτικής κορυφής”, ενίσχυσαν την “εγκυρότητα” της κοινοβουλευτικής απόφασης περί μαζικής υποτίμησης της εργασίας (και όλα όσα συνεπάγεται αυτή) ζητώντας “ονομαστική ψηφοφορία”. Με δυο λόγια, το πιο “αριστερό” που όλα αυτά τα κόμματα σκέφτηκαν, ήταν να επιδείξουν την “προσωπική ευθύνη” διαφωνιών που (καθώς εγγράφονται στους ίδιους ακριβώς μηχανισμούς λεηλασίας της τάξης μας) είναι τριτεύουσας σημασίας· την ώρα, ακριβώς, που ο βομβαρδισμός των αφεντικών κορυφωνόταν θεσμικά, και ήταν (δεν θα μπορούσε αλλιώς) απόλυτα απρόσωπος. Ηθικό δίδαγμα αριστερής κατασκευής; Τελικά είναι αγωνιστής και ο Καμμένος... Κλπ κλπ....
Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Εάν κάποια ή όλες οι φράξιες της ντόπιας αριστεράς έφευγαν απ’ την τελετή, καταγγέλοντάς την όχι απλά σαν “αντισυνταγματική” σε ότι αφορά την τιμή του εμπορεύματος εργασία (και τις “συλλογικές διαπραγματεύσεις” ή/και τις ταξικές αντιπαλότητες) αλλά σαν την κορυφαία εκδήλωση του θεσμικού πολέμου των αφεντικών σε βάρος των εργατών, δεν θα άλλαζαν και πολλά. Στην πράξη, εάν επρόκειτο να δημιουργηθούν διαφορετικοί και πρακτικά αποτελεσματικοί συσχετισμοί δύναμης, αυτό θα έπρεπε να είχε γίνει στο πεζοδρόμιο, με συστηματική προετοιμασία, τα τελευταία 2 χρόνια. Και είναι σ’ αυτό το δίχρονο που μεθοδεύτηκε σταθερά η ποδηγέτηση της τάξης μας - απ’ αυτήν την ίδια αριστερά, μείζονα και ελάσσονα. Συνεπώς, μια τέτοια αποχώρηση απ’ την βουλή την "ύστατη στιγμή", θα είχε ισχυρές δόσεις θεατρινισμού, εύκολα εξαγοράσιμου εκλογικά. Θα είχε όμως και κάτι ακόμα, που καμία φράξια της αριστεράς του κράτους και του κεφάλαιου δεν θα ήθελε: την έκθεση στα ενοχλητικά “πως” και τα “γιατί” αυτού του θεατρινισμού, της τελευταίας στιγμής. Θα είχε, τέλος, κι ένα λεπτό και συμβολικό υπονοούμενο σ’ ότι αφορά τα όρια του κοινοβουλευτισμού για την προλεταριακή οπτική και τα καθαρόαιμα εργατικά συμφέροντα. Αλλά αυτά - και αυτά - καμία τέτοια αριστερά δεν θα ήθελε καν και καν να τα υπονοήσει, τέτοιες ώρες. Ειδικά σε σχέση με το θέμα “πόσο πληρωνόμαστε δουλεύοντας”! Όχι λοιπόν. Οι φράξιες της αριστεράς παρέμειναν “αντιμνημονιακές”, δηλαδή συμβολικά και κυριολεκτικά αφοσιωμένες στις εναλλακτικές και στην “δημοκρατία” του πολέμου των αφεντικών. Και, το κυριότερο, παρέμειναν και συνεχίζουν να είναι τέτοιες, όποιο παραμύθι κι αν εκτοξεύουν τα μεγάφωνά τους, ξέροντας ότι δεν κινδυνεύουν απ’ τα μέλη τους, τις επιρροές τους, κλπ.
Επρόκειτο, λοιπόν, εκείνο το βράδυ της 12ης Φλεβάρη, μέσα στο παλιό παλάτι, για μια ειδική κορύφωση - μέσα - στη - γενική - κορύφωση του πολέμου των αφεντικών. Επρόκειτο για την κορύφωση εκείνου που θα μπορούσε να ονομαστεί γενική εκποίηση - εάν δεν ήταν κάτι ακόμα χειρότερο.