Ο Άρειος Πάγος, απέρριψε ως αβάσιμη την αίτηση αναίρεσής της, καθώς θεωρήθηκε «αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος και της πρόκλησης του σοβαρού τραυματισμού της και των υλικών ζημιών της μοτοσικλέτας που οδηγούσε», γιατί:
α) ως μέσος συνετός οδηγός όφειλε και μπορούσε να συμμορφωθεί με την υπάρχουσα επί του οδοστρώματος διαγράμμιση που υπεδείκνυε κίνηση οχημάτων σε στοίχους, πλην όμως εκείνη δεν ασκούσε τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός της, ώστε να δύναται σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς (άρθρο 19 ΚΟΚ),
β) επιχείρησε να διενεργήσει παράνομα, αντικανονικά και ανέλεγκτα προσπέραση επί της διακεκομμένης διαχωριστικής γραμμής των λωρίδων κυκλοφορίας, δεν εκινείτο μέσα στα όρια μιας λωρίδας κυκλοφορίας (άρθρο 16 παρ. 3 ΚΟΚ) και γ) εν γένει δεν οδηγούσε με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή της, δημιουργώντας έτσι κινδύνους ως προς την κυκλοφορία των οχημάτων και εν γένει των λοιπών χρηστών της οδού (άρθρο 12 ΚΟΚ)».
Ακόμη, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν ότι «η οδική συμπεριφορά της, που αποκλειστικά είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση του τροχαίου ατυχήματος και τον αποτόκων αυτού συνεπειών, του οδηγού του φορτηγού μη βαρυνομένου με συνυπαιτιότητα, αφού αυτός εκινείτο σταθερά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του και μάλιστα, αναγκαστικά λόγω της πυκνής κυκλοφορίας, με ελαχίστη ταχύτητα».
Τέλος, στην αρεοπαγιτική απόφαση σημειώνεται ότι το γεγονός ότι η νταλίκα ήταν στην αριστερή αντί της δεξιάς λωρίδας του οδοστρώματος (παράβαση άρθρου 17 του ΚΟΚ) «δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα του οδηγού αυτής».