Με κάτι τέτοιες δουλειές το black metal επιστρέφει στην quintessence του: να το ακούς και να νιώθεις έναν κρύο αέρα να σου ξυρίζει τις παρειές. Από τους πολύ μεγάλους δίσκους της Αμερικής (παίζει να χώνεται και στη δεκαπεντάδα, που λέει ο λόγος, της σκηνής). Πολλοί θα το έλεγαν νορβηγοπρεπές, αλλά είμαι σχεδόν πεπεισμένος ότι τα δάνεια προέρχονται κατ' ουσίαν από τους Judas Iscariot του Illinois κι όχι από τους κολοσσούς της Νορβηγίας.
Grim, Raw και αδυσώπητο. Στο πρώτο riff του δίσκου παίρνεις αναγκαστικά αυτοκρατορικό στήσιμο κι είσαι έτοιμος για headbanging. Μαεστρία στη δομή των κομματιών και πατέντες με κοψίματα πάνω σε κοψίματα που δεν καταντούν βαρετές. Η παραγωγή βοηθάει στη "χώνεψη", ίδίως με τις ΘΕΪΚΑ υψίσυχνες κιθάρες και τα τύμπανα που σέβονται την παράδοση με το μετρημένο παίξιμό τους. Απαραίτητες λοξοδρομήσεις από τις μινόρε σκάλες με "ατζούμπαλα" πιασίματα (άκου το πρώτο riff του "Shadows...") εντείνουν τη στοιχειωμάρα του ακούσματος και παρέχουν -συνειρμικά- επιπλέον ηδονή όταν τελικά το ντουέτο επιστρέφει σε επικονοσταλγικό riffing (το αγαπημένο μου...).
Μακριά από φθηνούς εντυπωσιασμούς και πειραματισμούς που σταματούν στο πώς να κάνεις insert το echo και το delay στο sequencer σου, οι Demoncy παραθέτουν την πρότασή τους κι ο ακροατής επιλέγει εάν θα ακολουθήσει την πεπατημένη ή όχι. Μια πεπατημένη όμως ειλικρινή και αθεόφοβη. Ικανή για το καλύτερο και συνάμα για το χειρότερο. Το black metal είναι κυρίως riffing. Ασχέτως εάν το riff θα είναι δύο νότες (άκου "Inn I Slottet...") ή τρεις (άκου "Striving for a Piece of Lucifer")... Riffing μαινόμενο και ράθυμα υποβλητικό (ιδανικό για μια γλυκιά χειμερινή ρέμβη), ανίερα δυσαρμονικό και ταγμένο στη φυσική ελάσσονα, ουσιωδώς μελαγχολικό και χαιρέκακα σαρκαστικό. Riffing μαγεμένο -και ενίοτε κρυπτικό- σαν τις χρησμοδοτήσεις του Wotan και κατά τη φυσική ροή δίκαιο σαν τις αποφάσεις του Forseti.