Seventh Calling - Monuments
©2006 Melissa Records
01. Dark Angel
02. Silent Screams
03. Faces Of Deception
04. Fight For Your Life
05. Dead Mind’s Eye
06. Invasion
07. Mercyless
08. The Process
09. Awakening
10. Insanity
11. Immortality
12. My Blood... Your Veins
"Red, white and blue" metal, επεισόδιο 2453.
Μπορεί πλέον οι περιπτώσεις συγκροτημάτων που ακολουθούν τις διδαχές που άφησαν ως παρακαταθήκη οι σκαπανείς του είδους να είναι μεμονωμένες και να κινούνται αυστηρά σε υποστρωματικούς δρόμους (αν μπορούμε να μιλήσουμε για υπόστρωμα στην εποχή που το διαδύκτιο ρίχνει φως και στην τελευταία εστία μουσικής δημιουργίας), πάντα όμως υπάρχει κάτι που θα σου τραβήξει την προσοχή και θα ανανεώσει το ενδιαφέρον σου για τέτοια "γραφικά" πράγματα. Μπορεί το πλαίσιο στο οποίο καλείται να κινηθεί κάθε νεοσύστατη μπάντα να είναι σε μεγάλο βαθμό καθορισμένο από όσους έχουν προηγηθεί, χώρος για καλογραμμένα τραγούδια, όμως, υπάρχει παντού και πάντα. Οπότε, μένει απλά να διαλέξεις επιρροές και να κάνεις μια-δυο επικλήσεις στην ανώτερη δύναμη της αρεσκείας σου για μια σεβαστή ποσότητα έμπνευσης.
Το "ιντερνέτι" τούτη τη φορά έριξε τα φώτα του στη Μινεάπολη των Η.Π.Α., όπου το 2003 οι Seventh Calling κυκλοφόρησαν, χωρίς την υποστήριξη κάποιας δισκογραφικής, το ντεμπούτο τους, ονόματι "Monuments". Τρία χρόνια μετά, και αφού δεν τους πήραν χαμπάρι πολλοί, το "Monuments" επανακυκλοφορεί από τη Melissa Records με διαφορετικό εξώφυλλο και, προφανώς, καλύτερη προώθηση. Μάλιστα, πριν λίγες μέρες πρωτο-κυκλοφόρησε και στο Ηνωμένο Βασίλειο (για ποιον λόγο ακριβώς, θα σας γελάσω).
"Χαρτογραφώντας" το μουσικό προφίλ του group, το βλέπουμε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιθετικότητα των Metal Church και Vicious Rumors, τις σκοτεινές μελωδίες των πρώιμων Savatage και Sanctuary, με γενναίες δόσεις Judas Priest στις εν αφθονία lead κιθάρες. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα είναι εξόφθαλμη η ροπή των δύο κιθαρωδών προς τα ευτραφή riffs και τα φουριόζικα σόλο, τη στιγμή που τα φωνητικά έχουν μοιραστεί κι αυτά μεταξύ των δυο και είναι, ενίοτε επιθετικά ώστε να εναρμονίζονται με την περιρρέουσα thash-ίλα, και άλλοτε τσιριχτά. Είτε μιλάμε για τα μεν ωστόσο, είτε για τα δε, η αίσθηση "κιθαρίστας που ερμηνεύει τα τραγούδια του, γιατί δε βρήκε τον κατάλληλο τραγουδιστή" είναι παρούσα. Ο αγώνας τους κρίνεται αξιοπρεπής παρ' όλα αυτά. Και επειδή, στην ουσία, μιλάμε για το group αυτών των δύο κυρίων, ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια μίξη, η οποία δεν κρύβει την αγάπη της για τα (μουσικά) όργανά τους. Ίσως σε κάποια άλλη περίπτωση αυτό να καταλογιζόταν ως αρνητικό, αλλά στη συγκεκριμένη, εμένα δε με χάλασε... τουναντίον. Το δυνατό σημείο του δίσκου είναι ό,τι έχει να κάνει με κιθάρα και βγάζοντας τες στο προσκήνιο βοηθάς τον ακροατή να συγκρατήσει ευκολότερα και γρηγορότερα όσα, ούτως ή άλλως, είναι γραφτό να του μείνουν. Μετά τις πρώτες δυο-τρεις ακροάσεις, μάλιστα, μου είχαν σφηνωθεί στο μυαλό περισσότερο τα σόλο και τα riffs, παρά οι μελωδίες των φωνητικών (πράγμα που δε μου συμβαίνει συχνά ομολογουμένως). Εντούτοις, βλέποντας την παραγωγή ως σύνολο, αδυνατώ να εντυπωσιαστώ. Είναι η αναμενόμενη -από τέτοιο συγκρότημα- παραγωγή που χωρίς να υποβιβάζει τα τραγούδια, δεν είναι σε θέση να τα πάει ένα βήμα παραπέρα. Εφάμιλλη των φωνητικών κατά κάποιον τρόπο.
Αποστρέφοντας ελαφρώς το βλέμμα μας από τα όποια αρνητικά, μιλάμε για ένα παραπάνω από συμπαθές ντεμπούτο, από αυτά που σου κλέβουν αρκετές ακροάσεις και αφήνουν τις συνήθεις υποσχέσεις για το μέλλον. Το ζητούμενο, βέβαια, είναι να επαληθευτούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό. Σταυρώνω τα χέρια και προσεύχομαι να ισχύει το ίδιο και για τους Seventh Calling.