Από τον χθεσινό Ιό:

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, τα ελληνικά ΜΜΕ υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό την είδηση ότι στην Κωνσταντινούπολη εκδόθηκε το βιβλίο της νεαρής τουρκάλας ιστορικού Ντιλέκ Γκιουβέν, με το οποίο φωτίζεται εκ των ένδον ο ρόλος των αθέατων κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών στη σταδιακή εκδίωξη της εκεί ελληνικής μειονότητας (με αποκορύφωμα τα «Σεπτεμβριανά» του 1955).

Η δουλειά της Γκιουβέν είναι βασισμένη σε αρχειακό υλικό που τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί προσβάσιμο στους ερευνητές της γειτονικής μας χώρας. Καθοριστικής σημασίας αποδείχθηκε το προσωπικό αρχείο του στρατοδίκη Φαχρί Τσοκέρ, που είχε μεν «κουκουλώσει» τότε την υπόθεση κατόπιν εντολής, κράτησε όμως το σχετικό φάκελο για να τον παραδώσει στο «Ιστορικό Ιδρυμα» της Πόλης -ώστε οι επερχόμενες γενιές να μάθουν την αλήθεια.

Κατά διαβολική σύμπτωση, τις ίδιες μέρες στη δική μας χώρα τα πράγματα κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση, όσον αφορά τη δυνατότητα των πολιτών να γνωρίζουν την ιστορία του τόπου τους.

Οπως γράφουμε σε διπλανή στήλη, μετά από παρέμβαση του ΥΠΕΞ το περασμένο φθινόπωρο «αποσύρθηκε» το αρχείο του «Συντονιστικού Γραφείου Μειονοτικών Σχολείων» που φυλασσόταν στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Καβάλα. Πρόκειται για μια εξαιρετική συλλογή ντοκουμέντων που παρακολουθεί την πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στους Μουσουλμάνους της Θράκης επί δεκαετίες. Το σχετικό υλικό είναι επικεντρωμένο στα εκπαιδευτικά ζητήματα, σκιαγραφεί ωστόσο το σύνολο της μειονοτικής πολιτικής -αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, τους σκιώδεις μηχανισμούς που στήθηκαν στα μεταπολεμικά χρόνια για τον (εν πολλοίς ανεξέλεγκτο) χειρισμό του «ευαίσθητου» αυτού θέματος.

Η τύχη αυτού του αρχείου, που μεταφέρθηκε στην Αθήνα, παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστη. Ευτυχώς, όμως, αντίγραφα ενός μεγάλου μέρους του βρίσκονται στα χέρια ερευνητών. Μεταξύ άλλων, και στο αρχείο του «Ιού».

Μια πρώτη ιδέα πήραν οι αναγνώστες μας την περασμένη άνοιξη, όταν με βάση αυτά τα έγγραφα αποκαλύψαμε την ΚΥΠατζήδικη καταγωγή της ιδέας του αρχιεπισκόπου για επιδότηση των (χριστιανικών) γεννήσεων με σκοπό την ανάσχεση της μουσουλμανικής «δημογραφικής απειλής» («Ιός» 17.4.2005).

Σήμερα θ’ ασχοληθούμε με μια άλλη, σχετικά άγνωστη (αλλά παρόλα αυτά κρίσιμη) πτυχή της μειονοτικής πολιτικής του παρελθόντος: τα προγράμματα «εξαγοράς μουσουλμανικών γαιών» που δρομολογήθηκαν μετά το 1966 με στόχο τη «δημογραφική θωράκιση» της Θράκης και, μεσοπρόθεσμα, την εκδίωξη της μειονότητας.

......

Το σκεπτικό του όλου προγράμματος είναι εξαιρετικά απλό. «Από του 1960 η απόκτησις της πλειοψηφίας της γης, η οποία θα μας διευκολύνη εις την πλειοψηφίαν του πληθυσμού, ετέθη ως βασική πολιτική μας», υπενθυμίζει στη συνεδρίαση της 4ης Φεβρουαρίου 1966 ο πρόεδρος. Την επόμενη χρονιά γίνεται ακόμη σαφέστερος: «Θα φύγουν οι Τούρκοι όταν καθ’ οιονδήποτε τρόπον τους αγοράσωμεν την γην των» (ΣΣΘ 51/27.3.67).

.......

Την εικόνα συμπληρώνει μια ολόκληρη γκάμα διοικητικών μέτρων με τα οποία επιχειρήθηκε ο οικονομικός στραγγαλισμός της μειονότητας, ώστε αυτή να εξαναγκαστεί στην εκποίηση των ακινήτων της και τον εκπατρισμό: αποκλεισμός από επαγγελματικές άδειες (ταξί, μικροπωλητών κ.λπ.), «σποραδικώς και κατ’ εκλογήν» χορήγηση αδειών οδήγησης, «παρελκυστική τακτική» στις άδειες επισκευής των κτιρίων, παρεμβάσεις για την ανάκληση της αντιπροσώπευσης γνωστών αθηναϊκών επιχειρήσεων, ακόμη και διαταγές προς τα αστυνομικά όργανα για «στενή παρακολούθησιν, συνεχείς οχλήσεις και υποβολήν μυνήσεων» σε βάρος μουσουλμάνων καταστηματαρχών. Ηταν οι διαβόητες «διοικητικές ενοχλήσεις» (ή «κατασταλτικά μέτρα») που καταργήθηκαν μόλις το Μάιο του 1991.

.......

Τα ντοκουμέντα που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή αυτού του «Ιού» δεν είναι πλέον προσβάσιμα στους ερευνητές. Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο πρόεδρος της εφορείας των Γενικών Αρχείων του Κράτους Νίκος Βασιλάτος διέταξε τη μεταφορά τους από τα ΓΑΚ της Καβάλας, όπου φυλάσσονταν από το 2002, στα κεντρικά αρχεία της Αθήνας. Τη σχετική ενέργεια προκάλεσε, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, επιτόπια επίσκεψη της προϊσταμένης του Ιστορικού και Διπλωματικού Αρχείου του ΥΠΕΞ Φωτεινής Τομαή, του διευθυντή του ίδιου υπουργείου κ. Μπουρνόβα κι άλλων υπηρεσιακών παραγόντων.

Επικοινωνήσαμε με την κυρία Τομαή και ζητήσαμε να μας αναπτύξει το σκεπτικό αυτής της παρέμβασης. Μας απάντησε ότι «δεν είναι υποχρεωμένη να μιλάει στον Τύπο για υπηρεσιακά θέματα». Εξίσου αρνητικός ήταν και ο κ. Βασιλάτος, που αρνήθηκε ότι υπήρξε παρέμβαση του ΥΠΕΞ -τουλάχιστον στη δικιά του υπηρεσία. Υποστήριξε επίσης ότι το επίμαχο αρχείο «δεν έχει αποσυρθεί» αλλά «έχει αλλάξει πόστο, έχει κατέβει στην Αθήνα για υπηρεσιακούς λόγους» και «τα υπόλοιπα θα τα δούμε». Επιβεβαίωσε ωστόσο ότι «δεν είναι προσπελάσιμο» στους ερευνητές, κι ότι θα παραμείνει σ’ αυτή την κατάσταση για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.

Ισως κάποιοι καλοπροαίρετοι αναγνώστες αναρωτηθούν πόσο είναι θεμιτή η δημοσιοποίηση πληροφοριών που οι μηχανισμοί ασφαλείας εξακολουθούν να θέλουν απόρρητες. Η απάντηση είναι απλή -και δεν περιορίζεται στη χιλιοειπωμένη ρήση του εθνικού μας ποιητή, πως «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό».

Το αρχειακό υλικό του «Συντονιστικού Γραφείου Μειονοτικών Σχολείων» δεν περιέχει πληροφορίες που θίγουν την ασφάλεια της χώρας. Δεν αποκαλύπτει στρατιωτικά μυστικά, ούτε εκθέτει διπλωματικούς ή άλλους χειρισμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη. Καθώς μάλιστα η κρατική πολιτική απέναντι στη μειονότητα της Θράκης έχει αλλάξει ριζικά από το 1990-91, ακόμη και η εξονυχιστική τεκμηρίωση των συστηματικών διακρίσεων που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν σε βάρος ελλήνων πολιτών έχει ουσιαστικά ιστορικό χαρακτήρα.

Το άγχος κάποιων υπηρεσιών να καταχωνιαστεί ξανά αυτό το υλικό προδίδει, αντίθετα, την επιβίωση εξαιρετικά επικίνδυνων (και σαφώς αντιδημοκρατικών) ανακλαστικών. Με άλλα λόγια, ο ελληνικός λαός έχει δικαίωμα (και «καθήκον») να ενδιαφέρεται για τα λεγόμενα «εθνικά μας θέματα», απαγορεύεται όμως να πληροφορηθεί -έστω και κατόπιν εορτής- για τον πραγματικό χειρισμό τους από την πολιτική ηγεσία και τους λοιπούς δημόσιους λειτουργούς.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: όταν το 1988-1990 η πολιτική των «διοικητικών ενοχλήσεων» και η προσπάθεια εκδίωξης των μουσουλμάνων της Θράκης οδήγησαν ανακλαστικά στην εθνικιστική συσπείρωση και κινητοποίηση της μειονότητας, οι περισσότεροι έλληνες πολίτες στερούνταν την ουσιαστική εκείνη πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα που θα τους επέτρεπε να τοποθετηθούν αντικειμενικά απέναντι στο πρόβλημα.

Οι διαμαρτυρίες της μειονότητας αποδόθηκαν έτσι αποκλειστικά στην υποκίνηση του τουρκικού προξενείου κι αντιμετωπίστηκαν σαν «κατάχρηση» των (απεριόριστων, υποτίθεται) ελευθεριών της. Οποιος τολμούσε ν’ αναφερθεί στο πραγματικό υπόβαθρο της μειονοτικής δυσαρέσκειας στιγματιζόταν σαν «εθνικά ύποπτος». Εξίσου ανεξήγητη παρέμεινε, για τους πολλούς, και η απότομη ύφεση που ακολούθησε την εφαρμογή της «ισονομίας-ισοπολιτείας» μετά το 1991.

Ολη αυτή η «εθνική» αυτολογοκρισία μάλλον δυσκόλεψε τελικά τη θετική τομή του 1990-91 στο μειονοτικό, καθώς οι εκάστοτε κυβερνώντες έμεναν έκθετοι σε κατηγορίες για «ενδοτισμό», χωρίς να μπορούν (λόγω θέσης) να εξηγήσουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Μοναδικοί κερδισμένοι ήταν οι σκοτεινοί κύκλοι (και των δύο πλευρών) που ζουν από την αλληλοτροφοδότηση του διακοινοτικού μίσους. Και, φυσικά, όσοι υπερπατριώτες αυγάτισαν την ακίνητη περιουσία τους χάρη στα «δάνεια εθνικής σκοπιμότητος».