TPITH AΠOΨH
H έκφραση της ελευθερίας
Περιπέτειες των δικαιωμάτων στην Eλλάδα της αναδίπλωσης
Ξεκίνησε αυτές τις ημέρες, μέσα σε σχεδόν απόλυτη δημόσια σιωπή, μια δίκη που θεωρώ εμβληματική της κατάστασης της δημοκρατίας στη χώρα μας, ειδικά μετά την περσινή κυβερνητική αλλαγή. Πρόκειται για τη δεύτερη πράξη, με τη μορφή πλέον οργουελικής φάρσας, της υπόθεσης που έγινε πανελληνίως γνωστή ως «τροπολογία Πάχτα».
Θυμίζω, χωρίς ίσως να χρειάζεται, την υπογραφή από βουλευτές τόσο της τότε συμπολίτευσης όσο και της τότε αντιπολίτευσης και την ψήφιση τροπολογίας που «διευκόλυνε», κατά παρέκκλιση από τη δασική νομοθεσία, την ανοικοδόμηση σε περιοχή της Χαλκιδικής, την εκ των υστέρων «ανακάλυψη» ότι επρόκειτο για ενέργεια νομικά και ηθικά εξόχως προβληματική, τη νομοθετική κατάργηση της διάταξης πριν προλάβει να εφαρμοσθεί, τον αποκλεισμό των υπογραψάντων βουλευτών του ΠΑΣΟΚ από τη συμμετοχή τους στις επερχόμενες εκλογές και το οριστικό σφράγισμα, από όλη αυτή την ιστορία, του εκλογικού αποτελέσματος σε βάρος της τότε κυβέρνησης.
H συνέχεια είναι λιγότερο γνωστή: στο όνομα των εταιρειών του, επιχειρηματίας μήνυσε για συκοφαντική δυσφήμηση έναν νομαρχιακό και δύο δημοτικούς συμβούλους, της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν κάνει νύξεις, σε τηλεοπτική εκπομπή εκείνων των ημερών, για προσπάθεια αθέμιτου από μέρους του επηρεασμού της πολιτικής ηγεσίας. Για αυτής της δίκης τις συνέπειες γίνεται λόγος.
Δεν θα μπω σε νομικές λεπτομέρειες, αισθάνομαι όμως ότι έχω χρέος, ως πολίτης πρώτα και ως συνταγματολόγος στη συνέχεια, να πω ότι αυτό που διακυβεύεται (και) εδώ είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο τρόπος άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης. H διατύπωση δημόσιας γνώμης από δημόσια (αιρετά) πρόσωπα για δημόσια (μονοπωλούντα την πολιτική επικαιρότητα των ημερών) ζητήματα, στη βάση στοιχείων (που αφορούσαν και την παρανομία της τροπολογίας και τις δραστηριότητες του επιχειρηματικού ομίλου που ενδιαφερόταν για την επένδυση στην περιοχή), δεν μπορεί και δεν πρέπει, όσο οξεία και να είναι, ούτε να εμποδίζεται, ούτε να διώκεται, ούτε, κατά μείζονα λόγο, να τιμωρείται σε μια δημοκρατία που σέβεται τον εαυτό της.
H άσκηση μήνυσης είναι, φυσικά, αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός, όπως και η επιλογή, έστω η τόσο μεροληπτική (αφού παρόμοια με των κατηγορουμένων σχόλια ακούστηκαν πάμπολλα εκείνες τις ημέρες, ακόμα και στην ίδια την επίμαχη εκπομπή), αυτών κατά των οποίων θα στραφεί.
Εκείνο που έχει σημασία από την άποψη του Κράτους Δικαίου είναι αφενός η αντίδραση της κοινωνίας και αφετέρου το σήμα που θα εκπέμψουν προς την κοινωνία οι δικαστές με την οριοθέτηση του δικαιώματος όχι μόνο της έκφρασης αλλά ενδεχομένως και της αιρετικής, ακόμα και «αντικαθεστωτικής», με την ευρεία έννοια, έκφρασης. Το να υποστηρίξει κανείς δημόσια ότι υπάρχει «εξαγορά συνειδήσεων» σε ορισμένες περιπτώσεις στην Ελλάδα, προσπάθεια σύμπηξης εξωθεσμικών δεσμών επιχειρηματικών συμφερόντων με κλιμάκια της εξουσίας, δεν είναι μόνο δικαίωμα που πρέπει να εξασφαλισθεί με κάθε θυσία, αλλά αποτελεί, έστω για λίγους, δημοκρατική υποχρέωση.
H λεγόμενη «κοινωνία των πολιτών» δείχνει, παρά την εν γένει ασθενικότητά της στη χώρα μας, να το αντιλαμβάνεται, αν κρίνουμε από την αυθόρμητη συμπαράσταση πλήθους οργανώσεων και μεμονωμένων «διαμορφωτών γνώμης» στους κατηγορουμένους.
Μένει να δούμε αν και οι δικαστές, μέσα στο αφιλόξενο για τα δικαιώματα κλίμα της εποχής (αρκεί να αναλογισθούμε τις περιπέτειες της ιδιωτικότητας απέναντι στην ψύχωση της «ασφάλειας»), θα τιμήσουν την ουσία του ρόλου τους, λειτουργώντας ως παράδειγμα της αναγκαίας θεσμικής αντίστασης της δημοκρατίας.
Ο συνταγματολόγος K. B. Μποτόπουλος είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ.
ΤΑ ΝΕΑ , 19/09/2005 , Σελ.: N06
Κωδικός άρθρου: A18343N062
ID: 484929