Αλλά οι αντιδράσεις που συνόδευσαν αυτή τη βίαιη παρεμπόδιση ενός πανεπιστημιακού να παρευρεθεί σε συνέδριο στο πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης, όπου είχε κληθεί να μιλήσει, μαρτυρεί ότι με την κατάσταση αυτή δεν συμβιβάζεται η πανεπιστημιακή κοινότητα στις ΗΠΑ. Η υπόθεση τείνει να πάρει πολιτικό χαρακτήρα, εφόσον έχουν δείξει ενδιαφέρον να θέσουν το ζήτημα στις υπηρεσίες του Κογκρέσου οι γερουσιαστές Τσαρλς Σούμερ και Χίλαρι Κλίντον, ενώ έχουν ήδη κινητοποιηθεί ενώσεις πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Το 1952 απαγορεύτηκε η είσοδος στον Πιέρ Τριντό. Το όνομά του βρισκόταν στη μαύρη λίστα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ διότι είχε συμμετάσχει σε κάποια οικονομική διάσκεψη στη Μόσχα. Βέβαια, το πέρασμά του από τη σοβιετική πρωτεύουσα δεν υπήρξε ανέφελο. Οι υπηρεσίες του καθεστώτος κατέγραψαν με οργή το γεγονός ότι ο επισκέπτης τους έριξε μια χιονόμπαλα σε άγαλμα του Στάλιν. Αυτά όλα δεν εμπόδισαν τον Τριντό να εκλεγεί έπειτα από λίγα χρόνια για τέσσερις θητείες πρωθυπουργός του Καναδά.
Τον ίδιο χρόνο (1952) εκδιώχτηκε από τις ΗΠΑ ο βρετανός λογοτέχνης Γκράχαμ Γκριν,
με την κατηγορία ότι υπήρξε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος στα 19 του.
Το 1969 ήταν καλεσμένος στο Χάρβαρντ ο βέλγος οικονομολόγος Ερνέστ Μαντέλ, προκειμένου να ανταλλάξει απόψεις δημόσια με τον Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ του αρνήθηκε τη βίζα, διότι «ήταν μαρξιστής και υποστήριζε τις κομμουνιστικές οικονομικές θεωρίες». Ο Μαντέλ αποφάσισε να διεκδικήσει από την αμερικανική Δικαιοσύνη αυτό που του στέρησε η διοίκηση. Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο το 1972 απέρριψε το αίτημα του Μαντέλ, αλλά η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα,
ενώ η μειοψηφία του δικαστηρίου δέχτηκε τον ισχυρισμό του ότι «είναι δικαίωμα του αμερικανικού λαού να ακούσει όποιες απόψεις θέλει, ακόμα κι αν προέρχονται από ξένους».
Ο Βραζιλιάνος Οσκαρ Νιμέγερ είναι ένας από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα. Μαζί με τον Λε Κορμπιζιέ σχεδίασε το γνωστό κτίριο των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη. Αλλά ενώ το οικοδόμημα ολοκληρώθηκε το 1953, ο Νιμέγερ δεν μπόρεσε να το δει παρά μόνο το 1971. Εως τότε δεν μπορούσε να πάρει βίζα, διότι υπήρξε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος της πατρίδας του. Η άποψη του Νιμέγερ για τον ΟΗΕ ήταν ότι «άνθρωποι από διαφορετικές κυβερνήσεις και ιδεολογίες είναι δυνατόν να κάτσουν κάτω σαν αδέλφια και να συζητήσουν τα προβλήματά τους. Αυτό θα 'φερνε ειρήνη στην ανθρωπότητα». Υποπτες, πράγματι, και ανατρεπτικές ιδέες.
Το 1982 οργανώθηκε από τον ΟΗΕ διεθνής συνάντηση για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αρνήθηκε τη βίζα σε εκατοντάδες ειρηνιστές από όλο τον κόσμο. Μεταξύ αυτών βρίσκονταν και 300 μέλη του ιαπωνικού ειρηνιστικού κινήματος Τζενσουίκο, το οποίο κατηγορούσε η αμερικανική κυβέρνηση ότι είχε δεσμούς με την ΕΣΣΔ. Ο ηγέτης της ομάδας, βουδιστής μοναχός Γκιότσο Σάτο, αρνήθηκε την κατηγορία και υποστήριξε ότι στόχος του ήταν να ζητήσει από τον ΟΗΕ την πλήρη απαγόρευση των πυρηνικών όπλων.
Το 1985 επρόκειτο να παρουσιάσει ένα βιβλίο του στο Λος Αντζελες ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους καναδούς συγγραφείς, ο Φάρλεϊ Μόουατ. Το βιβλίο αφορούσε την καταστροφή της πανίδας στο Βόρειο Ατλαντικό («Η Θάλασσα της Σφαγής»). Οι αρχές τού αρνήθηκαν την είσοδο στις ΗΠΑ, χωρίς να του ξεκαθαρίσουν το λόγο. Το όνομά του βρισκόταν μαζί με άλλα 3.000 ονόματα Καναδών στη «μαύρη λίστα» του INS (Immigration and Naturalization Service), διότι τον είχε «καρφώσει» ως ανατρεπτικό στοιχείο η αστυνομία του Καναδά. Η διεθνής κατακραυγή υποχρέωσε την αμερικανική κυβέρνηση να του δώσει βίζα, αλλά ο συγγραφέας την αρνήθηκε και ζήτησε να του την παραδώσει προσωπικά ο πρόεδρος Ρέιγκαν.
Επιστρέφοντας το 1986 στις ΗΠΑ από ένα ταξίδι στην Ολλανδία, ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αλφρεντ Στέιτ Τσοϊχίρο Γιατάνι συνελήφθη στα σύνορα και κρατήθηκε επί 44 μέρες χωρίς καμιά εξήγηση, επειδή το όνομά του ήταν στη «μαύρη λίστα» του INS. Ο Γιατάνι ήταν μόνιμος κάτοικος στις ΗΠΑ από το 1977. Παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του και την προσφυγή στο νόμο για την ελευθερία της πληροφόρησης (Freedom of Information Act) δεν έλαβε ποτέ κάποια επίσημη εξήγηση.
Ο ίδιος και οι δικηγόροι του πιστεύουν ότι η συμπεριφορά των αμερικανικών αρχών οφείλεται στη συμμετοχή του σε διαμαρτυρίες για τον πόλεμο του Βιετνάμ όταν ήταν φοιτητής στην Ιαπωνία.
Το 1990 ο καναδός συνδικαλιστής Τζιμ Χάντερ, πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Εργαζομένων στις Μεταφορές, ταξίδευε για μια συνάντηση στη Φλόριντα.
Τον σταμάτησαν στο αεροδρόμιο, με την «κατηγορία» ότι σε ηλικία είκοσι χρόνων υπήρξε μέλος της Εθνικής Ομοσπονδίας των Ενώσεων Εργατικής Νεολαίας. Σχολιάζοντας την απαγόρευση εισόδου, ο Χάντερ δήλωσε: «Η χώρα της ελευθερίας δεν επιτρέπει την είσοδο σε κάποιον που πριν από 35 χρόνια έπαιξε μπέιζμπολ με κομμουνιστές».
Το 2002 ο Καναδός Τζον Κλαρκ, οργανωτής της Συμμαχίας κατά της Φτώχειας στο Οντάριο, επρόκειτο να μιλήσει στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν.
Τον σταμάτησαν στο αεροδρόμιο και τον ρώτησαν αν είναι «αντίθετος στην ιδεολογία των ΗΠΑ».Κρατήθηκε και ανακρίθηκε από ειδικευμένο πράκτορα του FBI. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο πράκτορας τον κατηγόρησε ότι γνώριζε πού κρύβεται ο Οσάμα μπιν Λάντεν. Επειτα από πέντε ώρες ανάκριση ο Κλαρκ στάλθηκε πίσω στη χώρα του.
Το 2002 οι αρχές των ΗΠΑ δεν ενέκριναν βίζα για τα στελέχη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου Τόκιο Σεχουάλε και Σίντνεϊ Μουφαμάντι. Ως δικαιολογία προβλήθηκε ότι υπήρξαν εις βάρος τους παλιότερες καταδίκες στη Νότια Αφρική. Ομως οι δύο ακτιβιστές είχαν καταδικαστεί για τη δράση τους εναντίον του καθεστώτος του απαρτχάιντ. Η εκπρόσωπος της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Πρετόρια Βιρτζίνια Φάρις δήλωσε ότι «για να εξαιρεθούν από την απαγόρευση εισόδου όσοι είχαν καταδικαστεί για τον αγώνα τους ενάντια στο απαρτχάιντ θα χρειαζόταν να περάσει νέος νόμος από το Κογκρέσο». Μόλις το 2003 ανακοινώθηκε και στον ίδιο τον Νέλσον Μαντέλα ότι και το δικό του όνομα αποσύρεται για μία δεκαετία από τον κατάλογο των ανεπιθύμητων.
Το 2003 απαγορεύτηκε στον κουβανό καθηγητή Κάρλος Αλσουγκαράι Τρέτο να επισκεφτεί τις ΗΠΑ και να μιλήσει στο συνέδριο της Ενωσης Λατινοαμερικανικών Σπουδών.
Για να του δώσουν βίζα οι διπλωματικές αρχές των ΗΠΑ στην Αβάνα τον ρώτησαν αν έχει υπογράψει ένα κείμενο καταδίκης του πολέμου στο Αφγανιστάν. Οταν απάντησε καταφατικά, του δήλωσαν ότι δεν μπορεί να πάρει βίζα.
Η νικαραγουανή καθηγήτρια Ντόρα Μαρία Τελέζ
υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την έδρα της στο Χάρβαρντ όταν η αμερικανική κυβέρνηση της αρνήθηκε βίζα το 2005, εξαιτίας της συμμετοχής της στην επανάσταση των Σαντινίστας το 1979.
Ο Τζον Κότσγουορθ, διευθυντής του Κέντρου Ροκφέλερ για Λατινοαμερικανικές Σπουδές στο Χάρβαρντ, παρατήρησε ότι
«σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει πλέον η κυβέρνηση για να εκδώσει βίζες, δεν θα επέτρεπαν την είσοδο ούτε στον Τζορτζ Ουάσιγκτον».