Δαίμονες στην Πόλη των Αγγέλων
Στερεο-φονικά
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
* «Till Death do Us Apart»- Cypress Hill (Sony).
Προγραμματίστε το άλμπουμ κατευθείαν στο τρίτο κομμάτι και θα ξεσπάσει ένας σάλσα χιπ χοπ τυφώνας το «Latin Thugs», όπου ο Πορτορικανός ράπερ Τέγκο Καλντερόν πλέκει αριστουργηματικά τις παρλάτες του στα ισπανικά με τις φωνές των Cypress Hill. Επόμενο το «Ganja Bus», ρέγγε θύελλα, ύμνος στη μαριχουάνα με τον Νταμιάν Μάρλεϊ, το νεότερο γιο του θρυλικού μουσικού. Ακολουθεί το «Busted In The Hood», κλεμμένο από το παλιομοδίτικο «Paul Revere» των Beastie Boys, «η δική μας ιστορία με το δικό τους τρόπο», δηλαδή η σύλληψη ενός μικρέμπορου ναρκωτικών στα γκέτο του Λος Αντζελες σε ένα νταμπ υπνωτικό ρυθμό. Κι από την άλλη κλασικά α λα Cypress Hill κομμάτια, όπως το «Another Body Drops», σπουδή στο γκάνγκστα ραπ ή το σκοτεινό και απειλητικό «Street Wars». Κάπου εκεί χάνεται και το σκα ροκ «What's Your Number?» με τον Τιμ Αρμστρονγκ των Rancid στην κιθάρα, όπου το «Guns Of Brixton» των Clash, ένα από τα πιο ριζοσπαστικά πολιτικά τραγούδια στην ιστορία του πανκ, μεταμορφώνεται σε μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται σε ένα κλαμπ. Μάλλον άστοχο, αν σκεφτεί κανείς ότι οι Cypress ήθελαν στην αρχή να γράψουν κάτι αντίστοιχο, το δικό τους «Guns Of Los Angeles».
Επιστροφή λοιπόν στις ρίζες για την κουβανοϊταλική μπάντα, στο όγδοο άλμπουμ τους. Μπορεί να πειραματίστηκαν στις συναυλίες τους με το σκληρό ροκ, μπορεί να έχασαν τη ισορροπία στο «Stoned Raiders» το 2001, όπου εντελώς παράλογα στράφηκαν στο μέταλ ροκ, μπορεί να προσπάθησαν να χωρέσουν τους Led Zeppelin στο χιπ χοπ, αλλά τελικά επέστρεψαν στον ήχο που τους ανέδειξε. Γιατί αν οι Cypress Hill επέζησαν δεκαπέντε χρόνια στη σκηνή του χιπ χοπ, ήταν γιατί συνδύαζαν το ρυθμό από τα γκέτο με την ισπανόφωνη παράδοση. Σε αντίθεση με τα περισσότερες χιπ χοπ μπάντες της Δυτικής Ακτής που έβγαιναν από τα γκέτο των μαύρων μαζί με το τρίπτυχο -όπλα, γυναίκες και λεφτά- οι Cypress Hill ήταν πιο επιτήδειοι. Με έναν ευφυή παραγωγό, τον dj Muggs, ο οποίος εκτός από τη ροκ γνώριζε καλά όλη τη λάτιν σκηνή, και δύο ράπερς ισπανόφωνους γεννημένους στο Σάουθ Σέντραλ έφτιαχναν ένα χαρμάνι ήχων που πατούσε από τη μια στο κλασικό χιπ χοπ και από την άλλη στον πλούτο της μουσικής από την Κούβα, την Τζαμάικα και τη Νότια Αμερική που άκουγαν στις γειτονιές τους και κυκλοφόρησαν τραγούδια που σου κολλούσαν στο μυαλό.
Αν σκεφτεί κανείς ότι η Δυτική Ακτή των ΗΠΑ είναι το όνειρο των λαθρομεταναστών από όλη τη Λατινική Αμερική που περνούν τα σύνορα από το Μεξικό, οι Cypress Hill ήταν η δική τους μπάντα. Χωρίς καμία ιδιαίτερη πολιτική θέση, ενστικτώδικα εχθροί των μπάτσων και προπαγανδιστές της μαριχουάνας, το τρίο στις πρώτες δουλειές μιλούσε γι' αυτά που ζούσε, για τους νέους παρίες από τα φτωχά κράτη δίπλα στην Αυτοκρατορία, που έρχονταν να αντικαταστήσουν τους μαύρους.
Τώρα φυσικά είναι ωριμότεροι, μετά από μια ιλιγγιώδη και επιτυχημένη πορεία επέστρεψαν στην παλιά τους γειτονιά. Οι στίχοι είναι πιο μελαγχολικοί και αντανακλούν το αδιέξοδο, στους μισούς τίτλους υπάρχει το επίθετο «τελευταίος», και η μαχητική διάθεση έχει παραχωρήσει τη θέση της στην πικρία. Εδώ γράφουν στίχους για το αέναο μακελειό στους δρόμους μεταξύ των συμμοριών και τη μάταιη ευχή να σταματήσει η αλληλοεξόντωση.
Αλλά, όπως πάντα, το όπλο τους είναι η μουσική. Μια λατινοαμερικανική φιέστα που χτίζεται γύρω από το μινιμαλιστικό χιπ χοπ ρυθμό. Ενα δικό τους πύρινο πανηγύρι σε μια σκηνή που εδώ και καιρό ολισθαίνει στην ευκολία και την αντιγραφή. Σε καιρούς που οι χιπ χοπ αστέρες βραβεύονται από τις πολυεθνικές, συρρέουν στα μοδάτα κλαμπ και αποτελούν το βαρύ πυροβολικό της βιομηχανίας του θεάματος, οι Cypress Hill έρχονται να θυμίζουν ότι «η ομορφιά βρίσκεται στο δρόμο» και υπογράφουν ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς.